H εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία έχουν περιέλθει οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μετά την σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, αποτυπώνεται σε έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, με την πλειοψηφία τους να θεωρούν ανεπαρκή τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης και μία στις 3 (33,9%) να εκφράζει τον φόβο για διακοπή λειτουργίας το επόμενο διάστημα.
Συγκεκριμένα, το 55,1% των επιχειρήσεων (σχεδόν οι 6 στις 10) δηλώνουν λίγο ή καθόλου ικανοποιημένες με τα μέτρα στήριξης έναντι του 39,9% που δηλώνει πολύ ή αρκετά ικανοποιημένο. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπάρχει μια αντιστροφή του βαθμού ικανοποίησης των επιχειρήσεων για τα μέτρα της κυβέρνησης σε σχέση με την έρευνα που είχε διεξαχθεί τον Απρίλιο του 2020, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα τους.
Φαίνεται πως τα μέτρα και οι μέχρι σήμερα πολιτικές της κυβέρνησης που αποσκοπούν στην ανάσχεση των δυσμενέστερων των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης δεν είναι επαρκώς προσαρμοσμένα στον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της κρίσης, αλλά ούτε και στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας που στην συντριπτική της πλειοψηφία αποτελείται από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, το εύρος των μέτρων δεν επαρκεί για να καλύψει τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού συνόλου που πλήττεται δυσανάλογα από τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Η εκτίμηση ότι η ύφεση αν και βαθιά θα είναι βραχύβια και κατ’ επέκταση σε λίγους μήνες η οικονομία θα επανακάμψει «πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε» πιθανότατα δεν θα επιβεβαιωθεί εάν οδηγηθούμε σε κατακρήμνιση της οικονομικής δραστηριότητας και εκτίναξη της ανεργίας.
Φλέγον ζήτημα η ρευστότητα
Το πρόβλημα της ρευστότητας είναι το σημαντικότερο που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα από την κυβέρνηση για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων φαίνεται πως δεν επαρκούν για να καλύψουν την πλειονότητα των επιχειρήσεων που παλεύουν για την επιβίωση τους μέσα σε συνθήκες εξαιρετικά μειωμένης ζήτησης.
Από τα μέτρα που ελήφθησαν και στόχευαν στην άμεση ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, η επιστρεπτέα προκαταβολή είναι εκείνο, βάσει των στοιχείων της έρευνας φαίνεται πως είχε μεγαλύτερη απήχηση.
Συγκεκριμένα, με βάση τα ευρήματα της έρευνας 2 στις 10 (20,1%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έκαναν χρήση της παροχής ρευστότητας μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής. Αντίθετα μόλις 1 στις 10 (9,6%) επιχειρήσεις έκαναν χρήση των δανειοδοτήσεων που χορηγήθηκαν από τις τράπεζες με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου.
Μάλιστα από τα επιμέρους στοιχεία προκύπτει ότι το 40% των επιχειρήσεων που δανειοδοτήθηκαν μέσω τραπεζών εντάχθηκαν και στην επιστρεπτέα προκαταβολή. Συνεκτιμώντας-σύμφωνα με τις εξαμηνιαίες έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ- ότι διαχρονικά οι σχεδόν 9 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν αναζητούν τραπεζική χρηματοδότηση, ενώ από τις λίγες επιχειρήσεις που απευθύνονται προς τις τράπεζες τελικά μόνο οι μισές χρηματοδοτούνται, φαίνεται πως το πρόβλημα ρευστότητας των επιχειρήσεων δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς.
Με εξαίρεση τα 800 ευρώ που δόθηκαν με την μορφή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού προς τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων φαίνεται πως δεν έχει λάβει κάποια ένεση ρευστότητας ικανής να διασφαλίσει την ομαλή επαναλειτουργία και την βιωσιμότητας τους για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και να περιορίσει την ένταση της ύφεσης και των επιπτώσεων της στην οικονομία.
Σε κάθε ωστόσο περίπτωση η σημαντικά μεγαλύτερη απήχηση που καταγράφεται για την επιστρεπτέα προκαταβολή έναντι της μέσω τραπεζών χρηματοδότησης αποκαλύπτει την ανάγκη διεύρυνσης των μέτρων που θα χορηγούν ρευστότητα προς τις επιχειρήσεις χωρίς την μεσολάβηση των τραπεζών, τουλάχιστον για όσο διάστημα θα διαρκέσει η κρίση, όπου η αβεβαιότητα καθιστά τα τραπεζικά επιτόκια και την παροχή εγγυήσεων απαγορευτικές προϋποθέσεις για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων.
Λιγοστά τα ταμειακά διαθέσιμα
Αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες χωρίς να υπάρξουν επιπρόσθετα μέτρα τόσο για την στήριξη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και για την αναπλήρωση των εισοδημάτων ώστε να τονωθεί η ζήτηση, τότε κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε κατακρήμνιση της οικονομικής δραστηριότητας που θα προκύψει από το απότομο και μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων και την απώλεια χιλιάδων θέσεων απασχόλησης.
Στην περίπτωση αυτή, εκτός από τον κίνδυνο που διατρέχουμε για ύφεση βαθύτερη από εκείνη που μέχρι σήμερα εκτιμάται, δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για μια παρατεταμένη οικονομική κρίση, που θα δοκιμάσει την αντοχή και την ανοχή της ελληνικής κοινωνίας μετά από την πολύ πρόσφατη και εξαιρετικά επώδυνη δεκαετή κρίση.
Ένας επιπρόσθετος δείκτης που φανερώνει σε πόσο ευάλωτη θέση βρίσκονται οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στην παρούσα συγκυρία αφορά τα ταμειακά τους διαθέσιμα. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας 4 στις 10 επιχειρήσεις (40,7%) είτε δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα (14,8%) είτε επαρκούν για λιγότερο από ένα μήνα (10,7%) είτε επαρκούν για ένα μήνα (15,2%). Το 13,7% δήλωσε πως επαρκούν για δυο μήνες, το 14,8% για 3-4 μήνες, το 9,9% για 5-6 μήνες και το 10,6% για περισσότερο από 6 μήνες
Από τα επιμέρους στοιχεία προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που έχουν τα λιγότερα (μέχρι και ένα μήνα) ή καθόλου ταμειακά διαθέσιμα αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία (73,5%) των επιχειρήσεων που κινδυνεύουν να κλείσουν το επόμενο τρίμηνο.
Κίνδυνος απώλειας χιλιάδων θέσεων εργασίας
Δυσοίωνες είναι οι εκτιμήσεις για τις θέσεις εργασίας στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, περισσότερες από 2 στις 10 επιχειρήσεις (21,1%) δήλωσαν πως είναι πολύ πιθανό το προσωπικό τους να μειωθεί το επόμενο εξάμηνο, ενώ μόλις το 5% δήλωσε πως θα προχωρήσει σε προσλήψεις.
Μετά από ανάλυση των στοιχείων της έρευνας εκτιμάται πως με βάση τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα μέχρι το τέλους του έτους κινδυνεύουν να χαθούν περίπου 190.000 θέσεις εργασίας.
Αδυναμία κάλυψης υποχρεώσεων
Η προβληματική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αντανακλάται και στις εκτιμήσεις τους για την κάλυψη των μελλοντικών τους υποχρεώσεων.
Σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (37,2%) δήλωσαν ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγράφονται στον κλάδο των υπηρεσιών (42,2%), στις μικρότερες με βάση τον τζίρο (45,4%) και στις επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (47%).
Μία στις 3 επιχειρήσεις (33,4%) δήλωσε ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις. Τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγράφονται στον κλάδο των υπηρεσιών (39,4%), στις μικρότερες με βάση τον τζίρο επιχειρήσεις (40,8%) και στις επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (43,5%).