Ως ένα βαθμό είναι αναμενόμενη η αδυναμία πρόβλεψης του βάθους μιας κρίσης όπως αυτή που περνάμε. Όμως αυτό δεν αρκεί για να ερμηνεύσει κανείς τις αστοχίες που είδαμε στην εκτίμηση της κρίσης. Η υπερβολική αισιοδοξία στην αρχή οδήγησε σε αδράνεια και ανεπαρκή μέτρα.
Του Χρήστου Τσίτσικα*
Από την αρχή της πανδημίας η κυβέρνηση κινείται με την προσέγγιση «βλέποντας και κάνοντας». Έτσι λοιπόν εξαρχής το σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης ήταν όχι στη βάση δημιουργίας ενός συνεκτικού και εκτεταμένου σχεδίου στήριξης της οικονομίας, ανάσχεσης της ύφεσης και δημιουργίας προϋποθέσεων ανάπτυξης, αλλά στη βάση «πυροσβεστικών», περιορισμένης έκτασης, παρεμβάσεων σε τομείς που πλήττονται από την κρίση. Δεν πρέπει, συνεπώς, να μας εκπλήσσει το βάθος της ύφεσης αλλά και το εύρος της αστοχίας στις εκτιμήσεις.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Η απάντηση είναι «σίγουρα ναι». Και αυτό προκύπτει αν κανείς εξετάσει τα εργαλεία που είχε και έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης, με βασικό το μαξιλάρι διαθεσίμων ύψους 37 δισ. Η κυβέρνηση μάς έχει ενημερώσει επανειλημμένα ότι, παρά τα μέτρα που λαμβάνει, το ύψος του μαξιλαριού παραμένει περίπου σταθερό κατά τη διάρκεια της κρίσης, χωρίς όμως να μας λέει ποια είναι η οικονομική λογική πίσω από αυτή τη προσέγγιση. Γιατί το μαξιλάρι το χτίζεις κατά τη διάρκεια των καλών περιόδων για να το χρησιμοποιείς στην κρίση. Προφανώς δεν λέει κανείς ότι πρέπει να δαπανηθεί ολόκληρο το μαξιλάρι, αλλά σίγουρα αν είχε δαπανηθεί ένα τμήμα αυτού για στήριξη της οικονομίας η κατάσταση σήμερα αλλά και οι προοπτικές για το 2021 θα ήταν ευνοϊκότερες.
Μεγάλες οι επιπτώσεις της κρίσης
Το ίδιο το προσχέδιο του Προϋπολογισμού παραδέχεται ότι έχει ενσωματώσει μια αισιόδοξη προσέγγιση για το 2021. Το 7,5% ενσωματώνει την επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης, την οποία υπολογίζει σε 2%. Άρα η βάση είναι το 5,5%. Το επιπλέον 2% θα επιτευχθεί μόνο εφόσον υπάρξει ταχύτατη απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και μάλιστα σε επενδύσεις και έργα που θα έχουν τα αντίστοιχα θετικά αποτελέσματα στο ΑΕΠ. Δεύτερον – επίσης στο προσχέδιο – αναφέρεται ότι η πρόβλεψη για την ανάπτυξη στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η εξέλιξη της πανδημίας θα διατηρήσει τα χαρακτηριστικά που είχε τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο, και ότι θα υπάρχει δυνατότητα ανάκαμψης του τουρισμού το 2021. Ήδη όμως φαίνεται ότι η πανδημία εντείνεται και εντός Ελλάδας, αλλά και στην Ευρώπη. Άρα και αυτή η υπόθεση φαίνεται να είναι υπό αμφισβήτηση. Μια επιδείνωση όμως της πανδημίας –σύμφωνα πάλι με το προσχέδιο– θα περιορίσει την ανάπτυξη από το 7,5% στο 4,5%. Από τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο ότι η εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού, έχοντας ενσωματώσει τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις στο σενάριο βάσης, έχουν μεγάλο κίνδυνο να διαψευστούν.
Τόσο το βάθος, όσο και τα χαρακτηριστικά της κρίσης θα έχουν ιδιαίτερα μεγάλες επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνίας και κυρίως σε ευάλωτες ομάδες. Σε αντίθεση με την κρίση του 2008, η πανδημία προκάλεσε τεράστιο κόστος στον τουρισμό, ο οποίος κατά την προηγούμενη δεκαετία είχε τεράστια συνεισφορά στο να αποφευχθεί μία ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κατάρρευση. Η κρίση στον τουρισμό έχει άμεσες συνέπειες στο εισόδημα των δεκάδων χιλιάδων που εργάζονται στο συγκεκριμένο κλάδο, αλλά και έμμεσες συνέπειες στις επιχειρήσεις που συνδέονται με τον κλάδο (προμηθευτές, οικοδομή κλπ). Οι συνέπειες αυτές θα φανούν ιδιαίτερα στο ΑΕΠ του δεύτερο τριμήνου και θα επεκταθούν και στο 4ο του 2020.
Έτσι, με δεδομένο ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δει δραματική μείωση στο εισόδημά τους και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πλειοψηφία αυτών δεν έχει αποταμιεύσεις ή άλλης μορφής περιουσία για να ανατρέξει, οι συνέπειες θα είναι τεράστιες σε όρους αύξησης των ανισοτήτων και φτώχειας. Και οι συνέπειες αυτές είναι μεγαλύτερες από ότι θα μπορούσαν να είναι, καθώς αν είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα θα μπορούσε να έχει μετριαστεί η ύφεση αλλά και να είχαν ανακοπεί οι απολύσεις και τα λουκέτα επιχειρήσεων που οδηγούν σε αύξηση της ανεργίας.
Η εναλλακτική πολιτική
Μια εναλλακτική πολιτική, λοιπόν, θα έπρεπε όντως να έχει ως κορμό την στήριξη των εισοδημάτων αυτών των εργαζομένων αλλά και της διατήρησης των θέσεων εργασίας. Θα μπορούσε να γίνει με δεδομένο ότι, ακόμη και αν λάβουμε υπόψη τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα, η εξέλιξη των ταμειακών διαθεσίμων της χώρας υποδεικνύει ότι υπήρχαν και υπάρχουν οι πόροι για να γίνει αυτό. Και έτσι θα είχε στηριχθεί η ιδιωτική κατανάλωση, θα είχε ανακοπεί η ύφεση και θα είχαμε προοπτική για ταχεία ανάκαμψη. Και δυστυχώς η διαφαινόμενη πορεία της επιδημίας δεν δημιουργεί αισιοδοξία ότι, από υγειονομικής σκοπιάς, το περιβάλλον θα είναι τόσο καλύτερο για το 2021 έτσι ώστε να προσδοκούμε ταχεία ανάκαμψη. Συνεπώς, γίνεται ακόμη πιο επείγον να ληφθούν άμεσα μέτρα για ενίσχυση του εισοδήματος όλων των εργαζομένων αλλά και επιχειρήσεων που πλήττονται από την κρίση για να αποφευχθεί μια κοινωνική κρίση τα επόμενα χρόνια.
Δεν αμφισβητεί κανείς ότι μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική είναι το πλέον αποτελεσματικό εργαλείο που έχει η κυβέρνηση στη διάθεσή της για την ανάσχεση της ύφεσης. Αναφορικά με τα περιθώρια, βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά ευνοϊκή συγκυρία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναστείλει –για όσο διαρκεί η πανδημία– το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αντίστοιχα έχουν ανασταλεί και οι περιορισμοί που έχει η Ελλάδα στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας.
Συνεπώς, η κυβέρνηση δεν δεσμεύεται ως προς τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος. Ταυτόχρονα με το συνδυασμό του μαξιλαριού ταμειακών διαθεσίμων, του προφίλ αποπληρωμών για το χρέος (όπως αυτό είχε ρυθμιστεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και των πολιτικών της ΕΚΤ, το επιτόκιο δανεισμού παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα και άρα υπάρχει και η απαραίτητη ρευστότητα
για να εφαρμόσει τις αντίστοιχες πολιτικές.
Μη βιώσιμο πρωτογενές έλλειμμα
Προφανώς πρωτογενές έλλειμμα 6% δεν είναι βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, ειδικά για μια χώρα όπως η Ελλάδα η οποία έχει ένα χρέος κοντά στο 200% του ΑΕΠ, όσο ευνοϊκό κι αν είναι το προφίλ πληρωμών. Συνεπώς κάποια στιγμή θα πρέπει να υπάρξει μια εξισορρόπηση τόσο των δαπανών όσο και των εσόδων. Ήδη οι βόρειες χώρες έχουν αρχίσει και το ψιθυρίζουν, ενώ και η κυβέρνηση φαίνεται να μπαίνει ήδη σε αυτή την πορεία.
Η μείωση αυτή του ελλείμματος από το 6% δεν θα είναι τόσο δύσκολη όσο φαίνεται κρίνοντας μόνο από το ύψος του, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι αφορά μέτρα τα οποία εξαρχής δεν ήταν μόνιμα και θα καταργηθούν ή αφορά χρήματα που έχουν μορφή δανείων και θα επιστραφούν. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αυτή η επιλογή μείγματος ήταν μια συνετή επιλογή. Αντιθέτως, είναι μια επιλογή που θα προκαλέσει δυσκολίες στην ανάπτυξη και συνεπώς, στη μείωση του ελλείμματος ως ποσοστό του ΑΕΠ μέσω της αύξησης του παρονομαστή. Και συνεπώς ανοίγει το δρόμο για μείωσή του μέσω του αριθμητή, δηλαδή νέο γύρο λιτότητας. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση έχει δείξει ότι η προτεραιότητά της είναι η μείωση των φόρων- και ειδικά των φόρων που πληρώνουν τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, είναι εμφανής ότι ο κίνδυνος είναι η λιτότητα αυτή να εστιαστεί στις δαπάνες, δηλαδή για άλλη μια φορά στις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος, την υγεία, την παιδεία. Και αυτό είναι μια ξεκάθαρα ταξική επιλογή.
* Οικονομολόγος, διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών-Οι απόψεις συμπεριλαμβάνονται στο 4ο Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας και Πολιτικής του ENA