Το έτος 2023 σηματοδοτήθηκε από την άρση των δραστικών περιορισμών που έθεσε η Κίνα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας Covid -19, η οποία προκάλεσε απότομη επιβράδυνση της δραστηριότητας, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε σήμερα.
Η χώρα ξεκίνησε μια εκστρατεία «πολέμου κατά της ρύπανσης» το 2013, κλείνοντας δεκάδες σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και μετακινώντας μονάδες βαριάς βιομηχανίας, προκειμένου να καταπολεμηθεί η αιθαλομίχλη που πνίγει τις περισσότερες μεγάλες πόλεις της, ιδιαίτερα τον χειμώνα.
Αυτή η εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα μέχρι τώρα μια συνεχή πτώση των μικρών αιωρούμενων σωματιδίων PM2,5 που καταγράφονται στον αέρα, χωρίς ωστόσο να πληρούν πάντα τα πρότυπα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο, ένα επεισόδιο σοβαρής ρύπανσης στη βόρεια Κίνα οδήγησε τις αρχές να ζητήσουν από τους κατοίκους να περιορίσουν τις υπαίθριες δραστηριότητές τους. Τα πρότυπα του ΠΟΥ ξεπεράστηκαν τότε κατά περισσότερες από 20 φορές στο Πεκίνο, σύμφωνα με τον ανεξάρτητο οργανισμό IQAir.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, η παρατεταμένη έκθεση σε υπερβολικά επίπεδα PM2,5 μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλικά επεισόδια, καρδιακές παθήσεις, καρκίνο του πνεύμονα και αναπνευστικές παθήσεις.
Η Κίνα παραμένει πολύ εξαρτημένη από τον άνθρακα --πηγή PM2,5 αλλά και εκπομπών CO2-- η χώρα που είναι η μεγαλύτερη ακαθάριστη πηγή εκπομπής αερίων θερμοκηπίου στον κόσμο.
Το Πεκίνο στοχεύει στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 το αργότερο και στην ουδετερότητα των εκπομπών άνθρακα έως το 2060, αλλά το πρόσφατο πράσινο φως για νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα έχει θέσει υπό αμφισβήτηση την ικανότητά του να επιτύχει αυτούς τους στόχους.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, μια κοινοπραξία ερευνητών για το κλίμα υπολόγισε την αύξηση των κινεζικών εκπομπών που συνδέονται με τα ορυκτά καύσιμα σε 4% το 2023.
πηγή: ΑΠΕ