Ποιος θα αποφασίζει για την επιβολή μέτρων και θετικών αντίμετρων μετά το 2018; Αυτό το κεφαλαιώδους σημασίας ερώτημα, που ως τώρα έχει μείνει αναπάντητο στις διαπραγματεύσεις κυβέρνησης - δανειστών, κρατά μετέωρη τη συμφωνία για τη «στοιχειωμένη» δεύτερη αξιολόγηση και φέρνει τον Β. Σόιμπλε σε ρόλο (όχι ουδέτερου...) επιδιαιτητή μεταξύ Αθήνας-Κομισιόν και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η επί της αρχής συμφωνία για τα μέτρα της διετίας 2019-2020 προβλέπει ότι η μείωση των συντάξεων θα γίνει σε ένα βήμα, το 2019, για να ακολουθήσει, το 2020, η μείωση του αφορολόγητου ορίου ίσως χαμηλότερα και από τα 6.000 ευρώ. Επιπλέον, έχει γίνει δεκτή η ρήτρα που πρότεινε το ΔΝΤ, σύμφωνα με την οποία και η μείωση του αφορολόγητου ορίου θα γίνει το 2019, εάν στα τέλη του 2018 γίνει πρόβλεψη για πλεόνασμα χαμηλότερο από το στόχο του 3,5%.
Όμως, η συμφωνία αυτή παραμένει μετέωρη, όσο οι εμπλεκόμενοι στη διαπραγμάτευση δεν καταφέρνουν να συμφωνήσουν για μια κρίσιμης σημασίας τεχνική λεπτομέρεια, με σοβαρές πολιτικές διαστάσεις: με βάση ποια πρόβλεψη -της Κομισιόν, του ΔΝΤ ή κάποιου κοινού μηχανισμού των Θεσμών- θα κριθεί το 2018 και το 2019 πώς ακριβώς θα ενεργοποιηθούν τα μέτρα λιτότητας και τα -ξεχασμένα, σε αυτή την φάση των συζητήσεων- θετικά αντίμετρα;
Πίσω από αυτό το φαινομενικά τεχνικής φύσεως ερώτημα κρύβεται ένα άλλο, πολύ σημαντικότερο, πολιτικό ερώτημα: ποιος θα έχει στο εξής το «τιμόνι» στην εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος, όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον έχουν ως τώρα χαοτικές διαφορές στις προβλέψεις τους για την ελληνική οικονομία, με το ΔΝΤ να είναι σταθερά πολύ πιο απαισιόδοξο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή;
Ανελαστικό το Ταμείο
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΔΝΤ είναι, ως τώρα τουλάχιστον, εντελώς ανελαστικό σε αυτό το θέμα. Το προσωπικό του δεν κρύβει ότι αμφισβητεί όχι μόνο τις προβλέψεις της Κομισιόν, αλλά και τα ίδια τα στοιχεία της Eurostat, εκτιμώντας ότι η μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής, που ακολουθεί και από την ΕΛΣΤΑΤ, επιτρέπει να εξωραΐζονται τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Επιπλέον, το προσωπικό του Ταμείου είναι υποχρεωμένο να κινηθεί όπως επιβάλλει το καταστατικό του. Δηλαδή, από τη στιγμή που καλείται να μπει σε ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα με την Ελλάδα, συνάπτοντας ένα Μνημόνιο Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής με τη χώρα μας, το Ταμείο θα πρέπει να έχει τον πλήρη έλεγχο της εφαρμογής αυτού του προγράμματος, ασχέτως αν θα εισφέρει πολύ μικρό ποσό νέου δανείου, σε σχέση με τα 86 δισ. ευρώ που έχει συμφωνηθεί να δανεισθεί η Ελλάδα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Ουσιαστικά, αν το Ταμείο ακολουθήσει κατά γράμμα τις προβλέψεις του καταστατικού του, θα πρέπει να θέσει τους Ευρωπαίους μπροστά σε ένα μάλλον εκβιαστικό τελεσίγραφο: αν δεν έχει τον πλήρη έλεγχο του προγράμματος, τότε δεν μπορεί να συνάψει μια νέα συμφωνία με την Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση, στη δυσκολότερη θέση θα βρεθεί ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, που θέλει οπωσδήποτε τη συμμετοχή του Ταμείου.
Σενάρια πολιτικής καταστροφής
Η κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά, έχει κάθε λόγο να αντιστέκεται στην προοπτική να πάρει το ΔΝΤ την «μπαγκέτα» για τη διεύθυνση του προγράμματος. Αν, για παράδειγμα, το φθινόπωρο του 2018, το Ταμείο προβλέψει, με τους δικούς του υπολογισμούς, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 2,5% αντί για 3,5%, τότε θα πρέπει να εφαρμοσθούν την 1η Ιανουαρίου 2019 όχι μόνο οι περικοπές κατά 1% του ΑΕΠ στις συντάξεις, αλλά και η μείωση στο αφορολόγητο όριο.
Επιπλέον, όμως, τα αντίμετρα, στα οποία ποντάρει η κυβέρνηση για να περιορίσει το πολιτικό κόστος της λιτότητας, θα πρέπει να μείνουν «στο ράφι», αφού η ενεργοποίησή τους θα έχει συνδεθεί με την επίτευξη του στόχου για το πλεόνασμα. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση θα έχει υποστεί, σε αυτή την περίπτωση, μια πολιτική πανωλεθρία σε εκλογικό έτος, αφού θα έχουν εφαρμοσθεί μόνο νέα μέτρα «βαριάς» λιτότητας, ενώ θα έχει φανεί ανακόλουθη στις υποσχέσεις της για αντίμετρα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός εξαπέλυσε χθες, παρόντος του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, μια πολύ σκληρή επίθεση στο ΔΝΤ για τη μόνιμη απαισιοδοξία του για τα δημοσιονομικά μεγέθη της Ελλάδας, τονίζοντας ότι «από το 2016 έχουμε πιάσει τον στόχο για το 2018 (σ.σ.: πλεόνασμα 3,5%). Παρά τις, ως συνήθως, δυσοίωνες προβλέψεις του ΔΝΤ, το 2016 κλείνει με πλεόνασμα πολύ πάνω από 3%, ενώ ο στόχος ήταν 0,5%».
Ο πρωθυπουργός, μάλιστα, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να ζητηθεί από την Ελλάδα, σε περίπτωση νέου αδιεξόδου στο Eurogroup, να συζητηθεί το θέμα στο επίπεδο των ηγετών της Ευρωζώνης, σε μια έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, αν και αργότερα εξέφρασε την αισιοδοξία ότι δεν θα χρειασθεί να μεταφερθεί το θέμα στους ηγέτες.
Η "διαιτησία" Σόιμπλε
Το μπαλάκι βρίσκεται, πάντως, στο τερέν του Β. Σόιμπλε, ο οποίος θα συζητήσει σήμερα με τον πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, τις νέες διαφωνίες με το Ταμείο, που ουσιαστικά δημιουργούν αμφιβολίες για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.
Οι δύο άνδρες, σύμφωνα με πληροφορίες, θα εξετάσουν ένα συμβιβαστικό σχέδιο για τη δημιουργία ενός κοινού μηχανισμού πρόβλεψης δημοσιονομικών αποκλίσεων, με συμμετοχή τεχνοκρατών από το ΔΝΤ και την Κομισιόν, αλλά δεν αρκεί να συμφωνήσουν μεταξύ τους, θα πρέπει να πεισθεί και το Ταμείο ότι μπορεί να «περπατήσει» αυτή η λύση.
Το πρόβλημα, σε αυτή την περίπτωση, είναι ότι η Κριστίν Λαγκάρντ θέλει να δώσει την εικόνα ότι εφαρμόζει πιστά τους κανόνες του Ταμείου, χωρίς να κάνει ευνοϊκές εξαιρέσεις για τους Ευρωπαίους, καθώς τις κινήσεις της παρακολουθούν πολύ στενά πλέον όχι μόνο οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες που μετέχουν στο ΔΝΤ, αλλά και η νέα διοίκηση Τραμπ, που δεν έχει δείξει ότι έχει τη διάθεση να διευκολύνει την Γερμανία.