Τη λύση για τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο, και την «καθαρή» έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια αναζητούν οι δανειστές και στρέφονται, σύμφωνα με πληροφορίες, στα αδιάθετα κεφάλαια που θα μείνουν από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ, τα οποία θα μπορούσαν να μείνουν «στην άκρη» και να αποτελέσουν κεφαλαιακή «ασπίδα» για τις τράπεζες.
Το πρόβλημα της εξόδου από το πρόγραμμα έχει δύο διαστάσεις και οι σχεδιασμοί που έχουν γίνει ως τώρα αντιμετωπίζουν μόνο τη μία πλευρά του:
- Το «μαξιλάρι μετρητών» (cash buffer) διασφαλίζει τη χρηματοδότηση του Δημοσίου τουλάχιστον για ένα χρόνο, ακόμη και αν παραμείνει σε κατάσταση αποκλεισμού από την αγορά ομολόγων.
- Για τις τράπεζες, όμως, μετά τη λήξη του προγράμματος και αφού δεν θα έχει προηγηθεί συμφωνία για προληπτική πιστωτική γραμμή από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, δεν υπάρχει πρόνοια, ώστε να είναι διασφαλισμένο ότι θα υπάρχει αντίστοιχο «μαξιλάρι», το οποίο θα μπορούσε να καλύψει ενδεχόμενες ανάγκες άντλησης νέων κεφαλαίων, που είναι πιθανόν να εμφανισθούν το 2019.
Άλλωστε, όλα τα προγράμματα δανειακής υποστήριξης της Ελλάδας, από το 2010 και μετά, περιελάμβαναν πάντα δύο χρηματοδοτικούς «φακέλους», έναν για το Δημόσιο και έναν για τις τράπεζες.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, έχει επιμείνει ως τώρα στην ανάγκη συμφωνίας για μια προληπτική πιστωτική γραμμή, συνεκτιμώντας ακριβώς τις ενδεχόμενες ανάγκες υποστήριξης των τραπεζών, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέμενε σταθερά μέχρι το περασμένο φθινόπωρο, όταν έκανε ένα βήμα πίσω σε αυτή την απαίτηση, χωρίς να την αποσύρει εντελώς, ότι οι τράπεζες θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν προληπτικά με ένα ποσό της τάξεως των 10 δισ. ευρώ, πριν τη λήξη του προγράμματος.
Ένα βασικό πρόβλημα που «βλέπουν» πιθανό να εμφανισθεί στο μέλλον η ΕΚΤ και το ΔΝΤ είναι ότι, εάν χρειασθούν νέα κεφάλαια οι τράπεζες και δεν μπορέσουν να τα συγκεντρώσουν από την αγορά, ενώ δεν θα υπάρχει και μια δημόσια «ομπρέλα» για την κάλυψή τους, τότε θα πρέπει να ενεργοποιηθεί η «τραυματική» διαδικασία του bail-in πιστωτών/καταθετών, που προβλέπεται από το νέο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.
Μπροστά στη σταθερή άρνηση της κυβέρνησης να αποδεχθεί μια προληπτική πιστωτική γραμμή, ώστε να αποφύγει τους πρόσθετους όρους που θα τη συνοδεύουν, συζητείται στο παρασκήνιο από τους δανειστές μια τρίτη λύση, «ραμμένη» στα μέτρα της Ελλάδας.
Δεδομένου ότι ένα σημαντικό ποσό κεφαλαίων από τα 86 δισ. ευρώ του τρίτου μνημονίου δεν θα έχει αξιοποιηθεί ως τη λήξη του προγράμματος, ακόμη και αν από τα «περισσεύματα» εξοφληθούν πρόωρα τα δάνεια του ΔΝΤ, η λύση που συζητείται είναι να βρεθεί μια νέα νομική φόρμουλα για να μείνει «στην άκρη» 6-10 δισ. ευρώ, τα οποία θα είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών.
Το μεγάλο ερώτημα, βεβαίως, σε αυτή την περίπτωση είναι με ποιους όρους θα έχει πρόσβαση η Ελλάδα σε αυτά τα κεφάλαια: θα είναι αρκετή η εφαρμογή του εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου, όπως αυτό θα έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές, ή θα χρειασθεί να συμφωνηθούν πρόσθετα μέτρα ή και κάποιου είδους αναβαθμισμένη εποπτεία από τους δανειστές;
Το ερώτημα αυτό θα πρέπει να απαντηθεί στις διαπραγματεύσεις του καλοκαιριού. Βέβαιο είναι, πάντως, ότι μια προληπτική θωράκιση των τραπεζών θα ενισχύσει αποφασιστικά την εμπιστοσύνη στην οικονομία και θα καταστήσει πολύ ομαλότερη την πορεία μετά την έξοδο από το πρόγραμμα.