Επιχειρήσεις

Κατευθύνσεις για την εταιρική υπευθυνότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη


Σε ένα νέο δρόμο εταιρικής υπευθυνότητας εισέρχεται η ασφαλιστική επιχειρηματική κοινότητα, μετά από μια περίοδο άσκησης ορισμένων εταιρειών της αγοράς σε αποσπασματικές πρακτικές κοινωνικών δράσεων. Δρόμος, που χαράσσεται από το κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων  κατά τον νόμο 4403/2016, σε επίπεδο «υποχρεωτικής λογοδοσίας». Η υπαγόρευση έρχεται να υπογραμμίσει την αμείλικτη αναγκαιότητα της εναρμόνισης των συμπεριφορών και των πρακτικών που οφείλουν να υιοθετούν, εφεξής, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ώστε να έχουν μια προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης, με γνώμονα την ευρύτερη έννοια της εταιρικής υπευθυνότητας.

Όμως, ας δούμε σε τί αναφέρεται ο νόμος. Το πλαίσιο, σε ακολουθία των Οδηγιών της ΕΕ 2013/34 και 2014/95, υποχρεώνει τα Διοικητικά Συμβούλια των εταιρειών να υποβάλλουν, ετησίως, στη Γενική Συνέλευση του οργανισμού τους «Έκθεση Διαχείρισης». Η Έκθεση, πέραν της απεικόνισης των δραστηριοτήτων, των επιδόσεων και της θέσης μιας εταιρείας, εμπεριέχει περιγραφικά τους κυριότερους κινδύνους και αβεβαιότητες που απειλούν τον οργανισμό και εκτός των χρηματοοικονομικών, συμπεριλαμβάνει μη χρηματοοιοκονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων, πληροφορίες για περιβαλλοντικά και εργασιακά θέματα, προβλέψεις για την εξέλιξη της εταιρείας και αναφορά δραστηριοτήτων στους τομείς ερευνών και ανάπτυξης. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η εταιρική υπευθυνότητα μπαίνει στο καλούπι της ετερορρύθμισης με αναφορά στο «τί, πώς, γιατί» για θέματα ευρύτερης επίδρασης, σε μια «αλληλοτομία οικονομίας και ηθικής» (η ακριβολόγος διατύπωση, από τη σπουδαία πραγματεία του Θεοδόση Τάσιου «Ηθο-Οικονομικά»).

Ο νόμος 4403/2016 υποχρεώνει της μεγάλες ανώνυμες εταιρείες, που αποτελούν οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος -συμπεριλαμβανομένων των εισηγμένων στη χρηματιστηριακή αγορά- και απασχολούν περισσότερους από 500 εργαζομένους, να ενσωματώνουν στην ετήσια Έκθεση Διαχείρισης του Δ.Σ. και μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικές με περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα, με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αντιμετώπιση της διαφθοράς και της δωροδοκίας. Όρια υποχρεωτικότητας για την υποβολή της κατάστασης, πέραν του αριθμού των εργαζομένων, είναι το σύνολο ενεργητικού εφ’ όσον υπερβαίνει τα 20 εκατ. ευρώ ή/και ο καθαρός κύκλος εργασιών εφ’ όσον είναι πάνω από 40 εκατ. ευρώ. Ως δημοσίου ενδιαφέροντος οντότητες (public interest entities) ορίζονται και όλες, ανεξαιρέτως, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες του Κανονισμού της ΕΕ 575/2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων. 

Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι, για τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς οργανισμούς που είναι «οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος», ο νέος νόμος για την υποβολή μη χρηματοοικονομικών στοιχείων έχει «κοινό τόπο», σε αρκετά σημεία, με το κανονιστικό πλαίσιο Solvency II το οποίο, ήδη, ισχύει από τον Ιανουάριο του 2016. Ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία του Solvency II αναγνωρίζονται και στο πεδίο του νέου νόμου για τη λογοδοσία περί την εταιρική υπευθυνότητα, όπως π.χ. το θέμα της διακυβέρνησης, της διαφάνειας και ακεραιότητας.

Όμως, για να αποτραπεί ο υποβιβασμός μιας υποχρέωσης σε «κενό γράμμα» όπως συχνά συμβαίνει στην Ελλάδα -και επειδή η εταιρική υπευθυνότητα είναι μια θεμελιώδης στάση για το επιχειρείν με σκοπό την  απόδοση πραγματικής αξίας σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη- οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να δώσουν νόημα στην κοινωνική αποστολή τους. Οι εταιρείες της ασφαλιστικής αγοράς έχουν μια μοναδική ευκαιρία να συνάψουν ένα νέο συμβόλαιο σχέσης εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους και την ευρύτερη κοινωνία, υπερβαίνοντας την «υποχρέωση» με τη «στρατηγική ενσωμάτωση», με την ολιστική προσέγγιση και με τη δημιουργία συνεκτικής εταιρικής κουλτούρας για την υπευθυνότητα. Και τούτο, παρά τις εύλογες επιφυλάξεις που εγείρει η νομοθετημένη υποχρεωτικότητα αναφοράς ως προς το ποιός εποπτικός μηχανισμός - πώς - με ποιά συγκρότηση σχετικής γνώσης και με ποιές συνέπειες για τις εταιρείες που θα κρίνονται ανεπαρκείς, θα ελέγχει τις υποβαλλόμενες εκθέσεις και ακόμη, αν θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος ή κρατικός.

Για παράδειγμα, την εφαρμογή του Solvency II στην ελληνική ασφαλιστική αγορά εποπτεύει υπεύθυνα η Τράπεζα της Ελλάδος και το κάνει με σχετική τεχνογνωσία και επιτυχία. Είναι αυτονόητο πως ο εποπτεύων οφείλει να είναι περισσότερο γνώστης και υπεύθυνος από τον εποπτευόμενο για να έχει νόημα και αποτέλεσμα εφαρμογής ένας νόμος και να μην παράγει μόνο γραφειοκρατία και κόστος για όλους.

Η πρόκληση λοιπόν, που οδηγεί στη βιώσιμη ανάπτυξη των επιχειρήσεων, είναι μεγάλη και απαιτεί αλλαγές, εκπαίδευση-μύηση στην υπευθυνότητα και μετάβαση από την ιδέα στην πράξη.  Οι εταιρείες οδηγούνται σε αυτή την προοπτική αειφορίας αλλάζοντας τη νοοτροπία στα Διοικητικά Συμβούλια και ενστερνιζόμενες τις επιταγές της βιωσιμότητας στα επίπεδα της στρατηγικής, της ανάλυσης και της δράσης, προσεγγίζοντας το αναγκαίο κέρδος ως παράγωγο της υπευθυνότητας, υπό το πρίσμα ενός κοινωνικοκεντρικού επιχειρησιακού ήθους.

Για τη χώρα μας ειδικότερα, ο Ελληνικός Κώδικας Βιωσιμότητας, που έχει διαμορφωθεί και προωθείται κατά την τελευταία διετία από ένα πυρήνα επιχειρήσεων και οργανισμών-πρεσβευτών, παρέχει μια κλιμάκωση συμμόρφωσης σε τέσσερα επίπεδα (στρατηγική, διαχείριση, περιβάλλον, κοινωνία) και είκοσι κριτήρια. Αυτός ο Κώδικας μπορεί να αποτελέσει έναν «οδηγό» αναφοράς, ομοίως και οι 17 Στόχοι των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη (SDGs) στο πλαίσιο της παγκόσμιας Ατζέντας 2030. Ειδικότερα στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, ο βαθμός ωρίμανσης και βελτίωσης της εταιρικής υπευθυνότητας με συστηματικό τρόπο και μεθόδευση περιορίζεται σε ένα πολύ μικρό εύρος επιχειρήσεων και μάλιστα σε διαφορετικά στάδια προόδου.

Η INTERAMERICAN αποτελεί, ήδη, ένα υποδειγματικό πρότυπο με τα βήματα που έχει κάνει, από το 2003 και το πρώτο σχέδιο καλών πρακτικών μέχρι την ευθυγράμμισή της με τις διεθνείς αρχές και προτεραιότητες (Οικουμενικό Σύμφωνο του ΟΗΕ, Αρχές Αειφόρου Ασφάλισης - η μοναδική ασφαλιστική εταιρεία από την Ελλάδα που έχει συμμετάσχει στη διαμόρφωσή τους), σχεδιάζοντας έτσι τον δικό της «οδικό χάρτη» βιώσιμης ανάπτυξης. Ο τελευταίος Απολογισμός Εταιρικής Υπευθυνότητας, ο έβδομος από το 2009, επιβεβαιώνει τη σχετική εμβάθυνση της εταιρείας, έχοντας επιτύχει επίδοση από τις υψηλότερες μεταξύ των εκδιδομένων Απολογισμών στη χώρα μας όσον αφορά στην κάλυψη των δεικτών του πλέον έγκριτου πλαισίου κατευθυντηρίων οδηγιών, του Global Reporting Initiative - G4 (μεθοδολογία αξιολόγησης από την επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου).