Σε ουσιαστικό αποκλεισμό από την αγορά ομολόγων, που θυμίζει έντονα τον Μάρτιο του 2020, βρίσκεται πλέον η Ελλάδα, καθώς οι αυξήσεις στις αποδόσεις των τίτλων αναφοράς φθάνουν έως το 2,55% από την αρχή του έτους και ο ΟΔΔΗΧ έχει περιορίσει στο ελάχιστο τις νέες εκδόσεις.
Με αγωνία αναμένεται από την ελληνική κυβέρνηση, όπως και από την ιταλική, η μεθαυριανή συνεδρίαση του συμβουλίου της ΕΚΤ, καθώς αναλυτές εκτιμούν ότι μόνο μια νέα παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας μπορεί να λύσει την πολιορκία.
Τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους δείχνουν ότι οι αυξήσεις στις αποδόσεις των τίτλων αναφοράς του Ελληνικού Δημοσίου έχουν σημειώσει αύξηση έως και 2,55% από την αρχή του έτους, στην περίπτωση των 10ετών ομολόγων που είναι και ο βασικός τίτλος αναφοράς για τον δανεισμό του κράτους.
Η απόδοση του 10ετούς έχει εκτιναχθεί στο 3,86%, του 15ετούς στο 3,95% και του 30ετούς στο 4,32%. Ουσιαστικά, αυτές οι αποδόσεις σηματοδοτούν επαναφορά του θεωρητικού κόστους δανεισμού του κράτους στα επίπεδα όπου είχε εκτιναχθεί τον Μάρτιο του 2020, λόγω της αναταραχής που είχε προκαλέσει στην αγορά το ξέσπασμα της πανδημίας, πριν παρέμβει η ΕΚΤ με το τεράστιο, έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (PEPP), το οποίο οδήγησε αργότερα, το καλοκαίρι του 2021, σε ιστορικά χαμηλά τις αποδόσεις των ελλληνικών ομολόγων, καθώς η ΕΚΤ αγοράζε συστηματικά περισσότερα ομόλογα από όσα εξέδιδε το Δημόσιο, πιέζοντας σημαντικά τις αποδόσεις στη δευτερογενή αγορά.
Οι αποδόσεις των ομολόγων αναφοράς του Ελληνικού Δημοσίου (πηγή: ΟΔΔΗΧ)
Σε αυτές τις συνθήκες, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους ακολουθεί αμυντική τακτική, για να αποφύγει την έκδοση ομολόγων με πολύ υψηλές αποδόσεις, δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερες από το μέσο κόστος δανεισμού του κράτους, οι οποίες θα επιβάρυναν σημαντικά τις δαπάνες για τόκους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο τρίμηνο του 2022 ο ΟΔΔΗΧ προχώρησε κατά κύριο λόγο σε εκδόσεις εντόκων γραμματίων, οι οποίες κάλυψαν σχεδόν το 80% του νέου δανεισμού, ώστε να αποφύγει να «κλειδώσει» υψηλά επιτόκια από εκδόσεις ομολόγων. Όταν οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες, το τρίτο τρίμηνο του 2021, ο ΟΔΔΗΧ είχε αντλήσει με έντοκα γραμμάτια λιγότερο από 40% του νέου δανεισμού.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι τελευταίες κινήσεις του ΟΔΔΗΧ, με επανέκδοση δύο παλαιών ομολόγων, από τις οποίες αντλήθηκαν μικρά ποσά, ερμηνεύθηκε από την αγορά ως μια προσπάθεια να αντληθούν κάποια ποσά από μακροπρόθεσμους τίτλους, χωρίς υπέρογκες επιβαρύνσεις από υψηλά επιτόκια.
Η κατάσταση πολιορκίας από την αγορά ομολόγων έχει στενέψει τα περιθώρια του οικονομικού επιτελείου για έκτακτα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, σε αντίθεση με την περίοδο της πανδημίας, όπου η ευκολία στην άντληση φθηνού χρήματος από την αγορά είχε δώσει την άνεση για μεγάλες παρεμβάσεις. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης τόνισε χθες (στον ΣΚΑΪ) ότι η αύξηση στο κόστος δανεισμού του Δημοσίου επιβάλλει προσεκτικές κινήσεις στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η κρίσιμη ανακοίνωση από την ΕΚΤ
Η κυβέρνηση περιμένει με μεγάλο ενδιαφέρον τη μεθαυριανή ανακοίνωση του συμβουλίου της ΕΚΤ, καθώς έχουν δημιουργηθεί προσδοκίες ότι η κεντρική τράπεζα θα παρέμβει εκ νέου για να σταματήσει τον λεγόμενο κατακερματισμό της αγοράς ομολόγων, δηλαδή τη φυγή κεφαλαίων από τα ομόλογα των ασθενέστερων και υπερχρεωμένων οικονομιών.
Η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ είχε τονίσει στην τελευταία συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να παρέμβει στην αγορά ομολόγων με ένα νέο μηχανισμό, χωρίς να δώσει περισσότερα στοιχεία, αν και παρέπεμψε στην παρέμβαση που είχε γίνει τον Μάρτιο του 2020, για να καταδείξει ότι η Φρανκφούρτη δεν θα διστάσει να προχωρήσει σε μια παρέμβαση μεγάλης κλίμακας.
Δημοσίευμα των Financial Times ανέφερε χθες, προκαλώντας σημαντική πτώση της απόδοσης των ιταλικών ομολόγων, ότι η ΕΚΤ σκοπεύει να προχωρήσει σε νέες αγορές ομολόγων υπερχρεωμένων οικονομιών για να σταματήσει την αύξηση του κόστους δανεισμού. Τους τελευταίους μήνες, άλλωστε, εξετάζεται από την ΕΚΤ πώς θα μπορέσει να αξιοποιήσει τα κεφάλαια που συγκεντρώνει από τις εξοφλήσεις ομολόγων του PEPP, ώστε με ευελιξία να προχωρά σε αγορές τίτλων και να ρίχνει τις αποδόσεις.
Το σημαντικό, όπως αναφέρουν αναλυτές, είναι να υπάρξει αρκετή σαφήνεια στη μεθαυριανή ανακοίνωση της ΕΚΤ σχετικά με το νέο πρόγραμμα και όχι γενικές δηλώσεις προθέσεων, ώστε η αγορά να αρχίσει αμέσως να λαμβάνει υπόψη της την επικείμενη παρέμβαση της ΕΚΤ και να υποχωρήσουν οι αποδόσεις. Χωρίς σαφείς ανακοινώσεις, οι αποδόσεις των ελληνικών και ιταλικών ομολόγων θα παραμείνουν υψηλές και θα συνεχίσουν να αυξάνονται, καθώς από τον Ιούλιο αναμένεται να αυξηθούν και τα επιτόκια της ΕΚΤ, με στόχο το φθινόπωρο το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων να έχει ανεβεί από το -0,50% στο μηδέν.
Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ έχει αφήσει νύξεις για το επόμενο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, αναφέροντας στο τελευταίο ανακοινωθέν τα εξής:
- Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
- Στην περίπτωση νέου κατακερματισμού στις αγορές που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP μπορούν ανά πάσα στιγμή να προσαρμοστούν με ευελιξία ως προς τον χρόνο, τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού και τις χώρες.
- Η ευελιξία αυτή θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία επιπλέον της αξίας των ομολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής προς την ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν να ξεκινήσουν εκ νέου, εφόσον κριθεί αναγκαίο, για την αντιμετώπιση αρνητικών διαταραχών που σχετίζονται με την πανδημία.