Επιχειρήσεις

Καταρρέουν κολοσσοί του "fast fashion" - Αλλάζουν μοντέλο όσοι προλαβαίνουν


Καταστήματα κλειστά για αρκετές εβδομάδες, κύκλος εργασιών σχεδόν μηδενικός, αποθέματα που συσσωρεύονται, ταμείο "στο μείον":

Κολοσσοί του τομέα της μόδας επλήγησαν αδυσώπητα από την πανδημία -ιδίως αυτοί του κλάδου του fast fashion- και πλέον καλούνται να αλλάξουν μοντέλο παραγωγής και προώθησης.

Στα μέσα Μαρτίου, ο ισπανικός γίγαντας Inditex (Zara, Bershka, Pull & Bear, Massimo Dutti, Oysho, Uterque, Stradivarius)), του οποίου τα μισά από τα περίπου 7.500 καταστήματα σε ολόκληρο τον κόσμο παρέμειναν κλειστά, ανακοίνωσε πως η πανδημία της « Covid-19 (είχε) πολύ σημαντικό αντίκτυπο» στις πωλήσεις του κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020 .

Μια κατάσταση όχι πολύ καλύτερη και για τον αντίστοιχο σουηδικό όμιλο H&M, του οποίου οι πωλήσεις μειώθηκαν κατά 46% τον Μάρτιο, λόγω του ότι έκλεισε το 70% των περίπου 5.000 καταστημάτων του σε όλον τον κόσμο.

Ενώ, όσον αφορά τον ιαπωνικό Fast Retailing (Uniqlo), αναμένει από την πλευρά του μία μείωση 8,8% στις παγκόσμιες πωλήσεις του κατά το τρέχον οικονομικό έτος.

Στη Γαλλία, ήδη έχει έρθει η ώρα ακόμη και των δικαστικών αποφάσεων για πολλές κλυδωνιζόμενες επιχειρήσεις, καθώς ο κορονοϊός έχει επιταχύνει την παρακμή κάποιων εμβληματικών εμπορικών σημάτων: ο κατασκευαστής παπουτσιών André έχει τεθεί υπό δικαστική αξιολόγηση, ενώ η Halle (ρούχα και παπούτσια), που διαθέτει 860 καταστήματα, βρίσκεται πλέον σε διαδικασία διάσωσης.

Αβεβαιότητα για το μέλλον

Για ορισμένους παρατηρητές , η απουσία ρευστού χρήματος, μολονότι είναι προσωρινή, κινδυνεύει να προκαλέσει σημαντικές συνέπειες μεσοπρόθεσμα ή και μακροπρόθεσμα στον κλάδο.

«Οι περισσότεροι κλάδοι στη διανομή, εκτός αυτού των τροφίμων θα βγουν από την κρίση με πολύ πιο αδύναμες χρηματοοικονομικές βάσεις» και ορισμένοι εξ αυτών «ενδέχεται να μην είναι σε θέση να επανέλθουν για κάποιο χρονικό διάστημα στα προ-κορονοϊού επίπεδα, αν ποτέ επανέλθουν», τόνισε ο Γκιγιόμ Λεγκλίζ, αναπληρωτής διευθυντής του οίκου χρηματοοικονομικής αξιολόγησης Moody's, σε σημείωμα προς τους επενδυτές.

«Παρόλο που οι περισσότεροι διανομείς έχουν επαρκή ρευστότητα για να αντέξουν μια σύντομη διακοπή (των δραστηριοτήτων τους), κυριαρχεί αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια των περιορισμών και την ικανότητα των εταιρειών να διατηρήσουν» αυτήν την ταμειακή ροή σε περίπτωση που τα μέτρα απαγόρευσης και κλεισίματος για το εμπόριο είναι παρατεταμένα, προσθέτει ο ίδιος οίκος αξιολόγησης, εκτιμώντας πως εκείνοι που «θα πληγούν δριμύτερα» θα είναι τα «μεγάλα δίκτυα καταστημάτων, με υψηλό σταθερό κόστος και μικρή ή καθόλου παρουσία στο διαδίκτυο».

Αλλά ακόμη κι όταν η Ευρώπη θα βρεθεί στο σημείο που να γνωρίζει πότε ακριβώς θα ανοίξουν ξανά τα καταστήματά της, σε άλλα σημεία του κόσμου αναμένεται να προκύψουν άλλα πιο δραματικά προβλήματα.

Για παράδειγμα, στο Μπανγκλαντές, ένα από τα μεγαλύτερα παγκόσμια κέντρα παραγωγής ρούχων, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν από τη μία ημέρα στην άλλη άνεργοι, έπειτα από τις ακυρώσεις εκ μέρους των μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων μόδας παραγγελιών ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Ευελιξία

Ερωτηθείσα από το Γαλλικό Πρακτορείο, η διοίκηση της Inditex -η οποία παράγει το 40% των ενδυμάτων της στην Ασία- δήλωσε ότι έχει τηρήσει «τις δεσμεύσεις της για τις πληρωμές που συμφώνησε με τους προμηθευτές της, σεβόμενη όλες τις παραγγελίες που είχαν γίνει πριν από την κρίση, αλλά και τις τρεχούμενες».

Η H&M υποστηρίζει πως έχει λάβει «αρκετά μέτρα» μετά την μείωση της ζήτησης ενδυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, που έπληξε τις «αγορές, τις επενδύσεις, τα μισθώματα και το προσωπικό, μεταξύ άλλων». Επιπτώσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν «δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους» της.

Πρόκειται για μια αλλαγή σε παγκόσμια κλίμακα, υπογραμμίζει η Σελίν Σοέν, ειδικός στον τομέα της μόδας και της διανομής του γραφείου Kea & Partners. Κατ' αυτήν, ο όγκος παραγωγής αναμένεται να συρρικνωθεί, λόγω της καθυστερημένης ροής των εμπορευμάτων, ενώ μειώθηκαν οι παραγγελίες για τον χειμώνα και τα σχέδια κι οι προβλεπόμενες παραγγελίες για το 2021 θα είναι «περιορισμένες» λόγω των γενικότερων καθυστερήσεων.

Στη συνέχεια, «θα πρέπει να εργασθούν πάνω στον εφοδιασμό με τον όσο πιο δυνατόν ευέλικτο τρόπο», ενώ παράλληλα το κύριο ζητούμενο θα είναι η «'μεταβλητότητα' του κόστους, κάτι πολύ σημαντικό σε έναν κλάδο με σταθερά κόστη: μισθούς, ενοίκια, παραγγελίες».

Συνεπώς προαναγγέλλεται μια «αλλαγή του οικονομικού μοντέλου», που κατά την Σοέν θα εξαρτάται από δύο μεγάλες τάσεις: «μία 'υπο-κατανάλωση' στην κλωστοϋφαντουργία, είτε επιβεβλημένη, είτε αθέλητη» και «μία πραγματική απώλεια της αγοραστικής δύναμης, σε συνδυασμό με την πλέον επισήμως διακηρυττόμενη ύφεση».

Και αλλαγή του μοντέλου, προβλέπει η ίδια, συνεπάγεται πως, μολονότι κάποια εμπορικά σήματα που θα στοχεύσουν «στη δημιουργία αίσθησης και τάσης», θα έχουν καλύτερη απόδοση από τα άλλα, κάποια άλλα δεν θα αντέξουν και θα τα καταπιεί ο ανταγωνισμός.

Διαβαστε επισης