Έντονη ανησυχία για την εκτίναξη του πληθωρισμού σε επίπεδα έξι φορές υψηλότερα από όσο προβλεπόταν πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία εκφράζει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών στην τριμηνιαία έκθεσή του, ενώ «ψαλιδίζει» τις προηγούμενες προβλέψεις του για την ανάπτυξη το 2022 και προειδοποιεί ότι η επικείμενη αύξηση των επιτοκίων στην ευρωζώνη θα αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης κράτους και επιχειρήσεων, δημιουργώντας κινδύνους για την οικονομία.
Παρουσιάζοντας την έκθεση, ο διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας υπογράμμισε χαρακτηριστικά ότι το «δηλητήριο» του πληθωρισμού έχει εισχωρήσει στο σώμα της ελληνικής οικονομίας και σημείωσε ότι η Ελλάδα έχει υψηλότερο πληθωρισμό από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, γεγονός που δημιουργεί ζητήματα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Τόνισε, μάλιστα ότι η έξαρση του πληθωρισμού δεν συνδέεται μόνο με την επίδραση του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και με ανισορροπίες της οικονομίας που προϋπήρχαν, κυρίως δηλαδή με το γεγονός ότι δόθηκαν μεγάλες επιδοτήσεις στους καταναλωτές στη διάρκεια της πανδημίας και με τη λήξη της αυξήθηκε απότομα η κατανάλωση, πριν ακόμη «τρέξει» επαρκώς η πλευρά της προσφοράς.
Η αναθεώρηση των προβλέψεων του ΙΟΒΕ έχει, πάντως, έντονο το αποτύπωμα του πολέμου στην Ουκρανία και των πιέσεων που έχει δημιουργήσει στην ελληνική οικονομία.
- Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, το προηγούμενο σενάριο του ΙΟΒΕ έκανε λόγο για ρυθμό 4,5% με 5% φέτος, ενώ είχε δημοσιοποιήσει και ένα δυσμενές σενάριο με χαμηλότερη πρόβλεψη (2,5% με 3%). Στις νέες προβλέψεις, το ΙΟΒΕ δημοσίευσε μόνο ένα σενάριο, το οποίο συγκλίνει περισσότερο με το προηγούμενο δυσμενές, καθώς ο «πήχης» για την ανάπτυξη κατεβαίνει μια μονάδα χαμηλότερα, στο 3,5% με 4%. Όπως εκτιμάται, κύρια προωθητική δύναμη της οικονομίας φέτος θα είναι ο τουρισμός, που θα συμβάλει στην αύξηση των εξαγωγών κατά 12% έως 14%, ενώ οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 13% έως 15%.
- Η δραματική αναθεώρηση, όμως, έχει γίνει στις εκτιμήσεις για τον μέσο πληθωρισμό της χρονιάς. Στις προβλέψεις που είχε δημοσιοποιήσει το ΙΟΒΕ λίγο πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, γινόταν λόγος για μέσο πληθωρισμό 1,5% έως 1,8%. Στις νέες προβλέψεις, το ποσοστό έχει εκτιναχθεί έξι φορές πάνω, στο 9% - 9,6%, χωρίς βεβαίως να υπολογίζεται η ενδεχόμενη δραματική επίδραση που θα είχε μια διακοπή της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Για τη μέση τιμή του πετρελαίου έχει εκτιμηθεί ότι θα είναι 50% υψηλότερη από πέρυσι.
Ο κ. Βέττας επισήμανε ως θετικές ενδείξεις την εξωστρέφεια που δείχνει ένα σημαντικό κομμάτι της μεταποίησης και τη στροφή της τουριστικής βιομηχανίας σε ποιοτικότερο προϊόν. Θετικό στοιχείο, επίσης, αποτελεί η δημοσιονομική σταθερότητα, καθώς, όπως επισήμανε, ο προϋπολογισμός εκτελείται κανονικά, σύμφωνα με τους στόχους που είχαν τεθεί πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, χάρη στην αύξηση των εσόδων, κυρίως από τον ΦΠΑ.
Όμως, οι δύο βασικές απειλές για την οικονομία προέρχονται από τον υψηλό πληθωρισμό και την αναμενόμενη αύξηση επιτοκίων. Όπως τόνισε ο κ. Βέττας,
- Ο πληθωρισμός τρέχει πιο γρήγορα σε μας από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι μια είναι δηλητηριώδης ουσία που έχει μπει στο σύστημα της οικονομίας και δεν έχει αυξηθεί μόνο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αφού υπήρχαν ανισορροπίες και νωρίτερα. Η Ελλάδα και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες επιδότησαν τα νοικοκυριά στη διάρκεια της πανδημίας και αυτά στράφηκαν πολύ στην κατανάλωση, ιδιαίτερα σε περιοχές αγαθών και υπηρεσιών όπου δεν είχε προλάβει η προσφορά να τρέξει αρκετά γρήγορα. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο σκηνικό και ο πληθωρισμός θα πρέπει να τιθασευτεί, καθώς αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τα νοικοκυριά, είναι η χειρότερη μορφή φόρου. Ως τώρα εφαρμόζονται για τον πληθωρισμό μέτρα της καθημερινότητας, όπως οι επιδοτήσεις και οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις, αλλά μεσοπρόθεσμα ο πληθωρισμός δεν μπορεί να χτυπηθεί αν δεν έχουμε αύξηση της προσφοράς πιο γρήγορη από την αύξηση της ζήτησης. Θα πρέπει να απελευθερωθεί η προσφορά και να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, κάτι που αποτελεί μια διαχρονική δυσκολία της ελληνικής οικονομίας.
- Το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, καθώς αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας. Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου έχει ανεβεί κατακόρυφα, κάτι που συμβαίνει και διεθνώς, όμως το ανησυχητικό για την Ελλάδα είναι ότι η αύξηση είναι μεγαλύτερη (διευρύνεται το σπρεντ). Η άνοδος της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου επηρεάζει ήδη και το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και θα είναι κρίσιμο πώς γίνει η αναστροφή για την ελληνική οικονομία, δηλαδή πώς θα περάσει από πολύ χαμηλά σε υψηλότερα κόστη χρηματοδότησης.