Τον κώδωνα του κινδύνου για «πάγωμα» του προγράμματος μετεγκατάστασης προσφύγων έκρουσε ο υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας, κατά τη διάρκεια επαφών που είχε την περασμένη εβδομάδα με αρμόδιους υπουργούς της Ε.Ε., στο Λουξεμβούργο, με ευρωβουλευτές και με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, στις Βρυξέλλες.
Όπως ανέφερε ο κ. Μουζάλας, στις επαφές αυτές συμμετείχαν και οι οι αναπληρωτές υπουργοί Εξωτερικών Νίκος Ξυδάκης και Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας, ενώ τα βασικότερα θέματα που τέθηκαν προς συζήτηση ήταν το «πάγωμα» του προγράμματος μετεγκατάστασης, η αναθεώρηση του Δουβλίνου, η ανάγκη δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού επιστροφών και η καθυστέρηση επιστροφών από την Ελλάδα προς την Τουρκία, στο πλαίσιο της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας.
Στο πλαίσιο των επαφών του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο κ. Μουζάλας συναντήθηκε με Έλληνες ευρωβουλευτές, αλλά και με τις εισηγήτριες του μεταναστευτικού πακέτου, Σεσίλια Ουίκστρομ για το Δουβλίνο, Λάουρα Φεράρα για τις διαδικασίες ασύλου και Σοφία Ίντβελ για την υποδοχή των προσφύγων. Ο αν. υπουργός σημείωσε ότι υπάρχει σύγκλιση θέσεων μεταξύ της Ελλάδας και των εισηγητριών του ΕΚ όσον αφορά τα ζητήματα αυτά.
Σχετικά με το πρόγραμμα μετεγκατάστασης, η ελληνική πλευρά επεσήμανε ότι τον τελευταίο καιρό παρατηρείται σημαντική καθυστέρηση. Σήμερα έπρεπε να έχουν γίνει 33.000 μετεγκαταστάσεις από την Ελλάδα σε χώρες της ΕΕ και αντ' αυτού έχουν πραγματοποιηθεί μόνο 5.400, ενώ, την ίδια στιγμή, περίπου 7.500 πρόσφυγες στην Ελλάδα είναι έτοιμοι προς μετεγκατάσταση. Ο κ. Μουζάλας επισήμανε την άρνηση των κρατών-μελών να ανταποκριθούν, ενώ ευχαρίστησε χώρες όπως τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και τη Γαλλία για τη συνεργασία τους. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τα ασυνόδευτα ανήλικα, η ελληνική πλευρά επέκρινε την «πολιτική υποκρισίας» από ορισμένες χώρες, λέγοντας ότι από τα 400 ασυνόδευτα ανήλικα που πληρούν τις προϋποθέσεις για μετεγκατάσταση, οι χώρες της Ευρώπης έχουν δεχθεί μόνο 96. Επισήμανε, επίσης, ότι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν μόνο 1100 θέσεις για ασυνόδευτα ανήλικα (από τις 300 στο ξεκίνημα της κρίσης), ενώ στη χώρα έχουν καταγραφεί 2.400 ασυνόδευτα ανήλικα.
Αναφορικά με το θέμα του Δουβλίνου, η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι «χτίζεται με λάθος τρόπο», για τρεις λόγους: πρώτον, επειδή είναι λάθος η χώρα πρώτης υποδοχής να αναλαμβάνει όλο το βάρος. Δεύτερον, διότι η διασπορά προσφύγων σε άλλες χώρες προβλέπεται, αφού το κράτος πρώτης υποδοχής καλύψει το 150% των δυνατοτήτων του. Και τρίτον, διότι για να μεταβεί ένας πρόσφυγας σε άλλη χώρα της Ε.Ε. πρέπει η προδιαδικασία να έχει ολοκληρωθεί στη χώρα υποδοχής.
Εξάλλου, η ελληνική πλευρά έθεσε το ζήτημα ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού επιστροφών. Σύμφωνα με τον Ι. Μουζάλα, το θέμα αυτό θα μπορούσε να συνδυαστεί με την καινούρια αποστολή και τις δυνατότητες που θα έχει η Ευρωπαϊκή Ακτοφυλακή και Συνοριοφυλακή, κάτι το οποίο είδε ευμενώς ο πρόεδρος του ΕΚ Μ. Σουλτς και έκρινε σκόπιμο να συσταθεί ομάδα εργασίας, ώστε να υπάρχει συγκεκριμένη πρόταση στο επόμενο Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΕΚ Μ. Σουλτς, έθεσε το ζήτημα της καθυστέρησης επιστροφών από την Ελλάδα προς την Τουρκία, βάσει της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας. Ένα θέμα το οποίο θα απασχολήσει τη σημερινή Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με τον κ. Μουζάλα, η καθυστέρηση οφείλεται στο γεγονός ότι τα ελληνικά νησιά έχουν δεχτεί περίπου 13.000 αιτήσεις ασύλου και η κάθε αίτηση και προσφυγή εξετάζεται προσωπικά, σύμφωνα με τους κανόνες της Συνθήκης της Γενεύης και τις οδηγίες της Ε.Ε. Επισήμανε, επίσης, την ανεπάρκεια της ανταπόκρισης των κρατών μελών σε εμπειρογνώμονες και ανθρώπινο δυναμικό, λέγοντας ότι η ΕΑΣΟ έκανε επτά φορές έκκληση στα κράτη-μέλη και αυτά δεν ανταποκρίθηκαν. Ο αν. υπουργός ανέφερε, πάντως, ότι τους τελευταίους μήνες γίνονται περίπου 70 επιστροφές την εβδομάδα προς την Τουρκία και εκτιμάται ότι σταδιακά, με την ενίσχυση σε ανθρώπινο δυναμικό, οι επιστροφές θα αυξηθούν στις 100 και αργότερα στις 200 την εβδομάδα.
Τέλος, ο κ. Μουζάλας σημείωσε ότι μετά τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας η κατανομή των μεταναστών που φτάνουν στην Ελλάδα έχει αλλάξει. Στην αρχή το 80% των ανθρώπων που έφταναν στη χώρα είχαν προσφυγικό προφίλ, ενώ τώρα το 80% είναι οικονομικοί μετανάστες. Πρόσθεσε, επίσης, ότι στη χώρα βρίσκονται περίπου 60.000 πρόσφυγες και μετανάστες εκ των οποίων περίπου οι 22.000 πληρούν τα κριτήρια για μετεγκατάσταση.