Εξανεμίζεται και η τελευταία, ίσως, ελπίδα των δανειοληπτών ελβετικού φράγκου για δικαστική δικαίωση, μετά την έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο «άφησε όρθια» την αμφισβητούμενη ρήτρα για εξόφληση των δανείων με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ισοτιμία του φράγκου με το ευρώ, όπως ακριβώς έχει αποφανθεί και ο Άρειος Πάγος.
Μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, που ουσιαστικά έδωσε τέλος στους αγώνες πολλών ετών από δανειολήπτες στα ελληνικά δικαστήρια, οι δανειολήπτες είχαν εναποθέσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τις προσδοκίες τους για μια ανατροπή της νομολογίας στην Ελλάδα. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας είχε ζητήσει, στο πλαίσιο της συζήτησης αγωγής δύο δανειοληπτών κατά της Τράπεζας Πειραιώς, την έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Ευρωδικαστήριο.
Με την απόφαση αυτή, οι Ευρωπαίοι δικαστές κλήθηκαν να απαντήσουν στο μεγαλύτερο ερώτημα που αφορά τα δάνεια ελβετικού φράγκου: αν, δηλαδή, μπορεί να ελεγχθεί για καταχρηστικότητα η ρήτρα που επιβάλλει στους δανειολήπτες να εξοφλούν τα δάνεια με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία, από την οποία, ως γνωστόν, πηγάζει και το σοβαρό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια, καθώς το φράγκο ενισχύθηκε θεαματικά έναντι του ευρώ μετά το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης, με συνέπεια να «φουσκώνουν» τα υπόλοιπα των δανείων, ακόμη και όταν οι δανειολήπτες πλήρωναν στο ακέραιο τις δόσεις.
Οι δανειολήπτες υποστήριζαν ότι η ρήτρα αυτή μπορεί να ελεγχθεί για καταχρηστικότητα από τα δικαστήρια, με βάση την κοινοτική οδηγία για την προστασία των καταναλωτών. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, συμπλέοντας απόλυτα με τον Άρειο Πάγο, έκρινε ότι τέτοιος έλεγχος δεν επιτρέπεται να γίνει, επειδή πρόκειται για μια ρήτρα που απηχεί εθνικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σχετική ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, «η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες δεν αντιτίθεται στη θέσπιση ή διατήρηση διατάξεων του εσωτερικού δικαίου οι οποίες συνεπάγονται την εφαρμογή του συστήματος προστασίας των καταναλωτών σε ρήτρες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της επειδή απηχούν εθνικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου».
Μετά και την απόφαση αυτή, τα περιθώρια δικαστικής αμφισβήτησης των δανείων ελβετικού φράγκου στενεύουν απελπιστικά για τους δανειολήπτες, καθώς έχουν εξαντληθεί πλέον όλοι οι βαθμοί ελληνικής και ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης και έχει κριθεί ότι η διαβόητη ρήτρα για την εξόφληση των δανείων με βάση την τρέχουσα ισοτιμία δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά.
Η ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Απόφαση στην υπόθεση C-243/20: Τράπεζα Πειραιώς. Το Δικαστήριο προσδιορίζει την έκταση της προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο σύμβασης δανείου που πρέπει να εξοφληθεί σε ξένο νόμισμα.
Το 2004 δύο καταναλωτές συνήψαν με την Τράπεζα Πειραιώς σύμβαση στεγαστικού δανείου, η οποία συνομολογήθηκε αρχικά σε ευρώ. Το 2007 τα μέρη υπέγραψαν δύο πράξεις τροποποίησης της σύμβασης δανείου προκειμένου να μετατρέψουν το νόμισμά της από ευρώ σε ελβετικό φράγκο.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 2018 οι δύο καταναλωτές άσκησαν αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα) ζητώντας να αναγνωριστεί η καταχρηστικότητα των ρητρών της σύμβασης οι οποίες όριζαν ότι η εξόφληση του δανείου έπρεπε να γίνει είτε σε ελβετικό φράγκο είτε με το εκφραζόμενο σε ευρώ αντίτιμο του συναλλάγματος με βάση την ισοτιμία κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης ή του υπολοίπου του δανείου, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης.
Η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες 1 έχει εφαρμογή, κατ’ αρχήν, σε όλες τις συμβατικές ρήτρες οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Εντούτοις, η οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση συμβατικής ρήτρας που απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναγκαστικού δικαίου.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών διευκρίνισε, αφενός, ότι ο ελληνικός νόμος 2 που μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία δεν επανέλαβε ρητώς την ως άνω εξαίρεση και, αφετέρου, ότι οι επίδικες ρήτρες απηχούν το περιεχόμενο νομοθετικής διάταξης ενδοτικού δικαίου 3. Επισήμανε ότι υπάρχει διχογνωμία στην ελληνική νομολογία σχετικά με το ζήτημα αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω εξαίρεση έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, με αποτέλεσμα σε μια τέτοια περίπτωση να είναι αδύνατος ο έλεγχος της καταχρηστικότητας ρήτρας σύμβασης δανείου η οποία απλώς επαναλαμβάνει νομοθετική διάταξη ενδοτικού δικαίου.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι η προβλεπόμενη στην οδηγία εξαίρεση των ρητρών που απηχούν εθνική διάταξη αναγκαστικού δικαίου δικαιολογείται από το γεγονός ότι θεμιτώς τεκμαίρεται κατ’ αρχήν ότι ο εθνικός νομοθέτης καθιέρωσε μια ισορροπία μεταξύ του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε ορισμένες συμβάσεις. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η εξαίρεση αυτή καλύπτει όχι μόνο τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων ανεξαρτήτως της επιλογής τους, αλλά επίσης και τις διατάξεις εκείνες που εφαρμόζονται κατ’ αρχήν ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των μερών.
Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι συμβατική ρήτρα που απηχεί εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου, ήτοι διάταξη που εφαρμόζεται ελλείψει διαφορετικής σχετικής συμφωνίας των συμβαλλομένων, εξαιρείται, σύμφωνα με την οδηγία, από το πεδίο εφαρμογής της, ακόμη και αν δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.
Το Δικαστήριο εκθέτει εν συνεχεία ότι, αν η διάταξη που ορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δεν έχει μεταφερθεί τυπικά στην έννομη τάξη του κράτους μέλους, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να κρίνουν ότι η διάταξη αυτή έχει ενσωματωθεί εμμέσως μέσω της μεταφοράς άλλων διατάξεων της οδηγίας οι οποίες δεν έχουν το ίδιο αντικείμενο, όπως οι διατάξεις που αφορούν την έννοια των «καταχρηστικών ρητρών» και την έκταση της εκτίμησης του καταχρηστικού τους χαρακτήρα.
Τέλος, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η οδηγία προβαίνει μόνο σε μερική και κατ’ ελάχιστον εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών, αφήνοντας στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή σε σχέση με το προβλεπόμενο από την ίδια. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν, στον τομέα που διέπεται από την οδηγία, στον οποίο εμπίπτουν οι ενδεχομένως καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή, αυστηρότερους κανόνες σε σύγκριση με εκείνους της οδηγίας, εφόσον οι εθνικοί αυτοί κανόνες έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.
Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι ρήτρες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τον λόγο ότι απηχούν εθνικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δεν εμπίπτουν στον τομέα που διέπεται από αυτήν και, ως εκ τούτου, η διάταξη της οδηγίας που αφορά την ως άνω ευχέρεια των κρατών μελών δεν εφαρμόζεται ως προς τις εν λόγω ρήτρες.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει πάντως ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας σε περιπτώσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, εφόσον η εφαρμογή αυτή συμβιβάζεται με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία και με τις Συνθήκες.
Συνεπώς, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες δεν αντιτίθεται στη θέσπιση ή διατήρηση διατάξεων του εσωτερικού δικαίου οι οποίες συνεπάγονται την εφαρμογή του συστήματος προστασίας των καταναλωτών σε ρήτρες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της επειδή απηχούν εθνικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.