Μια εντελώς νέα πραγματικότητα, σε σχέση με αυτή που είχε διαμορφωθεί επί σειρά ετών στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης και του αρνητικού πληθωρισμού στην Ελλάδα, δημιουργεί για τους καταθέτες η μεγάλη έξαρση του πληθωρισμού. Όπως προκύπτει από στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο υψηλός πληθωρισμός «καίει» τις τραπεζικές καταθέσεις με ρυθμούς που δεν έχουν παρατηρηθεί από τότε που η Ελλάδα εισήλθε στην ευρωζώνη.
Στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ο πολύ χαμηλός ή αρνητικός πληθωρισμός ήταν σταθερά «σύμμαχος» των καταθετών, καθώς βελτίωνε τις πραγματικές αποδόσεις των τραπεζικών καταθέσεων. Για παράδειγμα, ακόμη και ένα χαμηλό ονομαστικό επιτόκιο 1%, ισοδυναμεί με πραγματικό επιτόκιο 1,5%, όταν ο πληθωρισμός είναι αρνητικός κατά 0,5%, όπως συνέβη για αρκετά μεγάλη περίοδο στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αλλά και μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, το 2020.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα
Αντίθετα, η εκτίναξη του πληθωρισμού που άρχισε το 2021 και επιταχύνεται το 2022, φθάνοντας σε ρυθμούς που η ελληνική οικονομία είχε να αντιμετωπίσει από την εποχή της δραχμής, δημιουργεί ένα οικονομικό περιβάλλον καταστροφής της πραγματικής αξίας των καταθέσεων. Πολύ περισσότερο, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσαρμόζει με χρονική υστέρηση την πολιτική της στο νέο πληθωριστικό περιβάλλον, διατηρώντας ως τώρα τα μηδενικά/αρνητικά βασικά επιτόκια, με την προοπτική να προχωρήσει στην πρώτη αύξηση, κατά 0,25%, μέσα στον Ιούλιο.
Έτσι, οι εμπορικές τράπεζες διατηρούν ως τώρα μηδενικά επιτόκια των καταθέσεων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, τα οποία «αντικρίζονται» με την εκρηκτικά αυξητική πορεία του πληθωρισμού, για να παράγουν ένα αποτέλεσμα πρωτοφανούς διάβρωσης της αξίας των καταθέσεων σε πραγματικούς όρους, που είναι αμφίβολο αν είχε παρατηρηθεί ακόμη και στα χρόνια υψηλού πληθωρισμού με δραχμή, αφού τότε ήταν αρκετά υψηλά και τα επιτόκια των καταθέσεων εκτός από τον πληθωρισμό.
Σε αυτό το περιβάλλον, μεγάλοι χαμένοι είναι οι καταθέτες, που πιέζονται να βρουν άλλους τρόπους να αξιοποιήσουν τα κεφάλαιά τους, σε κατανάλωση ή επενδύσεις, καθώς στην τράπεζα χάνουν πολύ γρήγορα την αξία τους. Όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στη νέα της έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, το πρώτο τετράμηνο του 2022 το αρνητικό επιτόκιο των καταθέσεων εκτινάχθηκε πάνω από 7%!
Ειδικότερα, όπως σημειώνει η ΤτΕ,
- Τα επιτόκια καταθέσεων που προσφέρονται στις Mη Χρηματοποπιστωτικές Eπιχειρήσεις και στα νοικοκυριά διαμορφώθηκαν το πρώτο τετράμηνο του 2022 σε οριακά θετικές τιμές στις καταθέσεις προθεσμίας και μηδενίστηκαν στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (λογαριασμοί τρεχούμενοι, όψεως και ταμιευτηρίου).
- Η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα σε τόσο χαμηλά επίπεδα, η οποία υποβοηθεί και τη διατήρηση χαμηλών δανειακών επιτοκίων, συνδέεται με τις βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας που αντιμετώπισαν οι ελληνικές τράπεζες, ως απόρροια: (α) της αύξησης των καταθέσεων λιανικής κατά τα προηγούμενα έτη και (β) της συνέχισης της διευκολυντικής κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
- Σε πραγματικούς όρους, το επιτόκιο καταθέσεων προθεσμίας για τις MXE και τα νοικοκυριά ήταν έντονα αρνητικό το τρέχον έτος (Ιανουάριος-Απρίλιος 2022: -7,15% και -7,09% αντίστοιχα, μέσος όρος 2021:-0,5% και -0,4%).
- Η διαμόρφωση των πραγματικών επιτοκίων σε αρνητικό επίπεδο κατ’ ουσίαν κατέστησε υψηλό το κόστος διακράτησης ρευστών σε μορφή καταθέσεων και ελκυστικότερες τις εναλλακτικές τοποθετήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων και λοιπών πραγματικών περιουσιακών στοιχείων.
- Γενικότερα, η μείωση των πραγματικών επιτοκίων καταθέσεων, αν όλοι οι λοιποί προσδιοριστικοί παράγοντες παραμείνουν σταθεροί, καθιστά λιγότερο ελκυστική την αποταμίευση και ενισχύει την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Με τον συνδυασμό του εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού και των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων σε καταθέσεις και δάνεια, οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι όσοι χρωστούν περισσότερα από όσα κρατούν στην τράπεζα. Η ΤτΕ σημειώνει ότι, «όσον αφορά το κόστος τραπεζικού δανεισμού των ΜΧΕ, τους τελευταίους μήνες σταθεροποιήθηκε σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Στην πλειονότητα των κατηγοριών σημειώθηκαν μικρές μειώσεις, με συνέπεια κατά μέσο όρο το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων να διαμορφωθεί σε 3,0%».
Αν από τα επιτόκια δανεισμού αφαιρεθεί ο πληθωρισμός, γίνεται αντιληπτό ότι οι επιχειρήσεις που χρωστούν δανείζονται με αρνητικό πραγματικό επιτόκιο. «Σε πραγματικούς όρους, το μέσο επιτόκιο τραπεζικών δανείων για τις ΜΧΕ διαμορφώθηκε σε -4,2% το πρώτο τετράμηνο του 2022, έναντι 2,5% το 2021. Ομοίως, το μέσο επιτόκιο τραπεζικών δανείων για νοικοκυριά διαμορφώθηκε σε -2,3% από 4,2% το 2021».
Όπως τονίζει η ΤτΕ, «η μείωση των πραγματικών επιτοκίων δανεισμού συνεπάγεται ανακατανομή της αγοραστικής δύναμης μεταξύ αποταμιευτών και δανειοληπτών υπέρ των δεύτερων. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις ευνοήθηκαν, καθώς το πραγματικό κόστος εξυπηρέτησης του υφιστάμενου χρέους τους υποχώρησε σε πραγματικούς όρους, ενώ παράλληλα η ζήτηση νέων πιστώσεων είναι εύλογο να επηρεάστηκε θετικά».