Πολιτική

Και τώρα... μόνοι με τον Τόμσεν!


Έτοιμη για γρήγορο κλείσιμο της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς είναι η κυβέρνηση, διατηρώντας το στόχο για συμφωνία στο Eurogroupτης 7ης Απριλίου και ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στις 27 Απριλίου. Αστάθμητος παράγοντας είναι οι απαιτήσεις της ομάδας Τόμσεν για τις περικοπές στις συντάξεις, ενώ αναμένεται, πιθανότατα το επόμενο Σαββατοκύριακο, να κριθεί από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ αν «ανάβει πράσινο» για μια γρήγορη συμφωνία.

Πρώτος στόχος του οικονομικού επιτελείου, ώστε να τεθεί η διαπραγμάτευση σε ευνοϊκή βάση για την ελληνική πλευρά, είναι να κερδίσει τη «μάχη των αριθμών», ώστε να περιορισθούν οι πιέσεις για μέτρα, τόσο σε ό,τι αφορά το 2018, όσο και για την περίοδο μετά τη λήξη του παρόντος προγράμματος.

Σύμφωνα με πληροφορίες, τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση, καθώς λήγει και ο Φεβρουάριος και διαμορφώνεται πλήρης εικόνα για τον προϋπολογισμό του 2016, διαψεύδουν συντριπτικά τις παλαιότερες εκτιμήσεις του Ταμείου για πρωτογενές έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ, οι οποίες βρίσκονται, ούτως ή άλλως, υπό αναθεώρηση.

Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 πλησίασε το 3% του ΑΕΠ και οι προβολές που κάνει το οικονομικό επιτελείο δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε τροχιά υπέρβασης του στόχου για το 2018, χωρίς πρόσθετα μέτρα (γίνεται λόγος για πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ).

Ακόμη και αν αφαιρεθούν αυξημένες εισπράξεις που αποδίδονται σε συγκυριακούς παράγοντες (προκαταβολή φόρου εισοδήματος, αποθεματοποίηση καπνικών προϊόντων λόγω αύξησης του ΕΦΚ), η κυβέρνηση υποστηρίζει -και αυτό γίνεται αποδεκτό από την Κομισιόν- ότι η εντυπωσιακή υπέρβαση στόχου του 2016 έχει σε μεγάλο βαθμό μόνιμα χαρακτηριστικά και θα επιδράσει θετικά στην εκτέλεση των επόμενων προϋπολογισμών.

Αν γίνει δεκτό και από τους δανειστές ότι ο στόχος για το 2018 επιτυγχάνεται χωρίς νέα μέτρα, η κυβέρνηση θα μπορέσει να κρατήσει σαν «εφεδρεία» τα μέτρα 550 εκατ. ευρώ, που είχε προτείνει για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό του 2018, ή έστω ένα μέρος αυτών, στην περίπτωση που κριθεί από τους δανειστές ότι υπάρχει κάποιο κενό.

Αυτή η «κάβα» μέτρων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιορισθούν οι απαιτήσεις για μέτρα μετά το 2018. Όμως, η ομάδα Τόμσεν, ακόμη και αν δεχθεί ότι το πρόγραμμα θα παραμείνει σε τροχιά υλοποίησης και μετά το 2018, θα επιμείνει στην ανάγκη να εφαρμοσθούν μέτρα για το αφορολόγητο όριο και τις συντάξεις, με στόχο να γίνει φιλικότερο στην ανάπτυξη, όπως πιστεύει το Ταμείο, το μείγμα οικονομικής πολιτικής.

Αυτό σημαίνει ότι μέτρα για το αφορολόγητο και τις συντάξεις θα εφαρμοσθούν, ακόμη και αν μετά την εφαρμογή τους το πλεόνασμα εκτοξεύεται σε ποσοστό πολύ υψηλότερα από το μεσοπρόθεσμο στόχο του 3,5%. Και θα δοθεί η δυνατότητα στην κυβέρνηση να επιστρέψει στην κοινωνία τα ποσά των υπερβάσεων, με άλλα μέτρα που θα λάβει (ελαφρύνσεις φόρων, αυξήσεις κοινωνικών και επενδυτικών δαπανών).

Κλειδί το ασφαλιστικό

Η αύξηση του αφορολόγητου ορίου εκτιμάται ότι δεν θα αποτελέσει σοβαρό πρόβλημα σε αυτές τις διαπραγματεύσεις. Αντίθετα, όμως, όπως τονίζεται από κυβερνητικά στελέχη, δύσκολη θα είναι η συζήτηση για τις συντάξεις, που ισοδυναμεί με άνοιγμα εκ νέου του ασφαλιστικού, παρότι η κυβέρνηση έχει κατ’ επανάληψη δεσμευθεί ότι με τη μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου το κεφάλαιο «ασφαλιστικό» έχει κλείσει.

Η συζήτηση για το ασφαλιστικό δεν μπορεί να γίνει με τους απλουστευτικούς όρους της ομάδας Τόμσεν, τονίζουν κυβερνητικές πηγές. Δεν μπορεί, δηλαδή, να γίνει δεκτό ότι διαγράφονται... μονοκονδυλιά το 2019 οι προσωπικές διαφορές που έχουν διατηρηθεί για τους «παλαιούς» συνταξιούχους, για να εξοικονομηθεί 1% του ΑΕΠ.

Η κυβέρνηση θα υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει ανάγκη τέτοιας βάναυσης μεταρρύθμισης, αφού οι προβλέψεις Τόμσεν για υστέρηση 2% του ΑΕΠ στο πλεόνασμα δεν επιβεβαιώνονται και η συζήτηση για το ασφαλιστικό γίνεται στο πλαίσιο της προσπάθειας να αλλάξει το μείγμα πολιτικής.

Διορθωτικές προτάσεις

Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση θα κάνει δύο «διορθωτικές» προτάσεις: να γίνει σταδιακά η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς την περίοδο 2020-2025, ώστε να περιορισθεί ο αντίκτυπος στα εισοδήματα των συνταξιούχων. Μάλιστα, με την πρόταση αυτή, εκτιμάται ότι οι τελικές μειώσεις θα μετριασθούν σημαντικά, αφού θα εξισορροπηθούν με τις αυξήσεις που προβλέπεται από το νόμο Κατρούγκαλου να λαμβάνουν οι συνταξιούχοι, με βάση το ποσοστό ανάπτυξης της οικονομίας. Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις οι μειώσεις θα εξουδετερωθούν ακόμη και εντελώς από το αναπτυξιακό «μέρισμα».

Η δεύτερη πρόταση είναι να καθιερωθεί ένας μηχανισμός προστασίας ορισμένων χαμηλοσυνταξιούχων, οι οποίοι θα υποστούν τεράστιες μειώσεις (πάνω από 30%), εάν καταργηθεί η προσωπική διαφορά. Για αυτές τις περιπτώσεις συζητούνται διάφορες εκδοχές «εξομάλυνσης», που θα αποτρέψουν δραματικές μειώσεις, ή θα τις αντισταθμίσουν με άλλες παροχές.

Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για τις συντάξεις έχει τη μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα και από αυτή θα κριθεί αν το κυβερνών κόμμα θα αποφασίσει να κλείσει γρήγορα η διαπραγμάτευση, ώστε να έχει η οικονομία τα οφέλη από την ποσοτική χαλάρωση, ή αν οδηγηθούμε σε νέα εμπλοκή, που θα παρατείνει τις συζητήσεις ως τον Ιούνιο, δηλαδή ως την τελευταία προθεσμία πριν τις λήξεις ομολόγων του Ιουλίου.

Την κατεύθυνση της διαπραγμάτευσης αναμένεται να αποφασίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις που θα έχουν ήδη καταθέσει οι δανειστές, η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι πιθανό να συνεδριάσει το επόμενο Σαββατοκύριακο.