Ηττήθηκαν «κατά κράτος» οι δικηγόροι για την προσφυγή που άσκησαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να εξαιρεθούν από τη χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών, μέσω των POS.
Το ΣτΕ απέρριψε όλες τις αιτιάσεις τους και πλέον οι δικηγόροι υποχρεώνονται να έχουν εγκατεστημένα μηχανήματα POS αλλά και να αποδέχονται πληρωμές με κάρτες, μέσω web banking κ.λπ. ηλεκτρονικές πληρωμές.
Οι δικηγόροι, στην προσφυγή που άσκησαν κατά της υποχρεωτικής χρήσης των POS και κατά της υποχρεωτικής πληρωμής με ηλεκτρονικά μέσα, ποσών άνω των 500 ευρώ, επικαλέστηκαν «λόγους οικονομικής ελευθερίας» και ότι τα γραφεία τους δεν είναι καταστήματα, όπως των υπολοίπων επαγγελματιών, αλλά και το κόστος προμήθειας των μηχανημάτων POS.
Οι δικαστές του ΣτΕ, ωστόσο έκριναν ότι η νομοθετική ρύθμιση για την υποχρεωτική χρήση και αποδοχή των ηλεκτρονικών πληρωμών θα καταστήσει ευχερέστερη τη διασταύρωση των στοιχείων συναλλαγών των εν λόγω επιχειρήσεων, προς επίτευξη του προς αυτήν συναρτωμένου σκοπού δημοσίου συμφέροντος (πάταξη της φοροδιαφυγής).
Προσθέτουν επίσης ότι η καθιέρωσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλο το εύρος της οικονομίας ώστε να καταπολεμηθεί η απόκρυψη εσόδων - φοροδιαφυγή, αφορά το σύνολο των εμπόρων, βιοτεχνών, ελεύθερων επαγγελματιών αλλά και αγροτών, των ασκούντων «επιχειρηματική δραστηριότητα», κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 21 Κ.Φ.Ε., συμπεριλαμβανομένων των δικηγόρων, ως «δικαιούχων πληρωμής» στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με «εντολείς-καταναλωτές» νομικών υπηρεσιών.
Άλλωστε, σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ, η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα, ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ήτοι δραστηριότητα που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην προσφορά υπηρεσιών, σε συγκεκριμένη αγορά, ανεξαρτήτως από το νομικό καθεστώς που τον διέπει, στους φορείς δε αυτούς συγκαταλέγονται και οι δικηγόροι, ως εκ της φύσεως της δραστηριότητάς τους.
Η απόφαση του ΣτΕ
Τα επίμαχα σημεία της απόφασης του ΣτΕ (ΣτΕ Β΄ Τμ. 2457/2018 επταμ.), όπως δημοσιεύτηκε στον ιστοχώρο http://www.humanrightscaselaw.gr/ είναι τα ακόλουθα:
Οικονομική ελευθερία – Ελευθερία των συμβάσεων – Προστασία προσωπικών δεδομένων και δικηγορικού απορρήτου –ΚΥΑ (εκδοθείσα βάσει του άρθρου 65 παρ. 3 ν. 4446/2016) περί υποχρέωσης των δικηγόρων να αποδέχονται μέσα πληρωμής με κάρτα– Υποχρέωση των δικηγόρων για σύναψη συμβάσεων με αδειοδοτημένους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών καθώς και για αποδοχή των μέσων πληρωμής με κάρτα για ποσά κάτω των 500 ευρώ
(Α) Η επίμαχη εξουσιοδοτική διάταξη αποσκοπεί στη θέσπιση κανόνων δικαίου με αντικείμενο τη ρύθμιση των ζητημάτων, που αφορούν την, καταρχήν, διεπόμενη από την ενωσιακή νομοθεσία αποδοχή ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής από τις επιχειρήσεις. Η τελευταία, σε συνδυασμό με την τροφοδότηση του Υπουργείου Οικονομικών και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με πλήρη στοιχεία που αφορούν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές των επιχειρήσεων αυτών, διά μέσου στοιχείων συναλλαγών που διαβιβάζονται από τους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών, θα καταστήσει ευχερέστερη τη διασταύρωση των στοιχείων συναλλαγών των εν λόγω επιχειρήσεων, προς επίτευξη του προς αυτήν συναρτωμένου σκοπού δημοσίου συμφέροντος (πάταξη της φοροδιαφυγής). Με τα δεδομένα αυτά, η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 65 παρ. 3 του ν. 4446/2016 είναι ειδική και ορισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. α΄ Σ. Και τούτο διότι με την εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη αφενός καθορίζονται τα συγκεκριμένα θέματα τα οποία είναι δυνατόν να ρυθμίσει ο κανονιστικός νομοθέτης (υπόχρεοι συμμόρφωσης, προθεσμία, διαδικασία δηλώσεως επαγγελματικού λογαριασμού, στοιχεία για τη συμμόρφωση των υποχρέων, διαβίβαση αυτών στις αρμόδιες αρχές για την άσκηση ελέγχων και την επιβολή κυρώσεων, επέκταση της υποχρεώσεως της παρ. 1 και σε άλλα μέσα πληρωμής, διοικητική διαδικασία και μέσα δικαστικής προστασίας) και αφετέρου παρέχονται με αυτήν αλλά και από το νομοθετικό πλαίσιο, στο οποίο αυτή εντάσσεται, λαμβανόμενο υπόψη στο σύνολό του, οι γενικές κατευθύνσεις και αρχές για το περιεχόμενο των προς θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων. Περαιτέρω, η εξουσιοδότηση αφορά τη ρύθμιση ειδικότερου θέματος, κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος, διότι η ουσιαστική ρύθμιση της επιβολής υποχρέωσης αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα σε εμπόρους, επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες, ως αρρήκτως συνδεόμενη με την εν γένει διενέργεια ηλεκτρονικών συναλλαγών ως προϋπόθεσης για την τροφοδότηση της Γ.Γ.Δ.Ε. με τα στοιχεία των συναλλαγών αυτών διά μέσου των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών του ν. 3862/2010 (εγχώριων ή αλλοδαπών) που δραστηριοποιούνται νομίμως στη χώρα, περιέχεται στον εξουσιοδοτικό νόμο, όπως αυτός συμπληρώνεται από τις σχετικές προς το ρυθμιστικό αντικείμενό του λοιπές νομοθετικές διατάξεις και προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ανάγκη αντιμετώπισης χρόνιων παθογενειών (απόκρυψης εισοδημάτων) που στερούν έσοδα από το Δημόσιο.
(Β) Προβάλλεται ότι η συμπερίληψη των δικηγόρων στους υπόχρεους αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα κείται εκτός εξουσιοδοτήσεως, δοθέντος ότι ούτε οι εντολείς των δικηγόρων είναι «καταναλωτές», κατά την έννοια του ν. 2251/1994 αλλά και του ενωσιακού δικαίου, ούτε οι δικηγόροι διαθέτουν «κατάστημα» ή «ταμείο» προς αναγραφή των σχετικών πληροφοριών κατά το άρθρο 66 του ν. 4446/2016. Επιπροσθέτως ο αιτών Σύλλογος προβάλλει, με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, ότι το πεδίο εφαρμογής των εξουσιοδοτικών διατάξεων δεν διευρύνθηκε με τους μεταγενέστερους της προσβαλλόμενης πράξης ν. 4472/2017 και 4484/2017, επί τη βάσει των οποίων αυτή τροποποιήθηκε, και με τους οποίους αντικαταστάθηκε απλώς ο επίμαχος όρος «καταναλωτές» με τον ορισμό του (: «πληρωτές που ενεργούν για λόγους που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική τους δραστηριότητα»). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 65 παρ. 3 του ν. 4446/2016, ενόψει της γενικότητας της διατύπωσής της και του εκτεθέντος σκοπού του νόμου (ο οποίος διαφέρει από τον σκοπό προστασίας των καταναλωτών που υπηρετούν τόσο ο ν. 2251/1994 όσο και η οδηγία 93/13/ΕΟΚ), ήτοι της καθιέρωσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλο το εύρος της οικονομίας ώστε να καταπολεμηθεί η απόκρυψη εσόδων - φοροδιαφυγή, αφορά, ήδη προ πάσης τροποποιήσεως του εξουσιοδοτικού νόμου (αλλά, προδήλως, και μετά απ' αυτήν), το σύνολο των εμπόρων, βιοτεχνών, ελεύθερων επαγγελματιών αλλά και αγροτών, των ασκούντων «επιχειρηματική δραστηριότητα», κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 21 Κ.Φ.Ε., συμπεριλαμβανομένων των δικηγόρων, ως «δικαιούχων πληρωμής» στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με «εντολείς-καταναλωτές» νομικών υπηρεσιών. Άλλωστε, σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ, η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα, ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ήτοι δραστηριότητα που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην προσφορά υπηρεσιών, σε συγκεκριμένη αγορά, ανεξαρτήτως από το νομικό καθεστώς που τον διέπει, στους φορείς δε αυτούς συγκαταλέγονται και οι δικηγόροι, ως εκ της φύσεως της δραστηριότητάς τους (βλ. ΣτΕ 3154/2014 7μ και ΔΕΚ C-309/99, C-35/99, C-94/04 και C-202/04). Επομένως, στις διατάξεις των άρθρων 63 και 65 του ν. 4446/2016 ενέπιπταν οι δικηγόροι ήδη πριν αντικατασταθούν από τις διατάξεις των άρθρων 73 του ν. 4484/2017 και 74 του ν. 4472/2017 αντιστοίχως.
(Γ) Απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι παραβιάζεται η κατ' άρθρο 5 παρ. 1 Σ. οικονομική ελευθερία των δικηγόρων, διότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 65 παρ. 3 του ν. 4446/2016 αποσκοπεί στην καθιέρωση σταδιακά των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλο το εύρος της οικονομίας, ενώ η προσβαλλόμενη, ως κανονιστική πράξη, δεν χρήζει αιτιολογίας, αλλά ελέγχεται μόνον από την άποψη της τήρησης των όρων των εξουσιοδοτικής διάταξης, βάσει της οποίας εκδίδεται, και της μη υπέρβασης των ορίων που αυτή θέτει. Περαιτέρω, απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί παραβιάσεως της συμβατικής ελευθερίας των δικηγόρων, λόγω της ιδρυόμενης με την επίμαχη εξουσιοδότηση συναλλακτικής ανισορροπίας εις βάρος αυτών και προς όφελος των Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών, οι οποίοι δεν υπόκεινται σε αντίστοιχες δεσμεύσεις ως προς την τιμολογιακή τους πολιτική, δεδομένου ιδίως (και πέραν του επιδιωκόμενου σκοπού δημόσιου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής) ότι: α) οι δικηγόροι, όπως και οι λοιποί επαγγελματίες διατηρούν πάντως το δικαίωμα επιλογής του αντισυμβαλλομένου τους, μεταξύ των αδειοδοτημένων παρόχων, ενώ η πραγματοποίηση της συναλλαγής με τον εκάστοτε «εντολέα - καταναλωτή» επαφίεται και στη βούλησή τους, β) η οικονομική επιβάρυνση για την απόκτηση της αναγκαίας υποδομής και την αποδοχή μέσων πληρωμής με κάρτα δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ούτε προβάλλεται από τον αιτούντα με συγκεκριμένα στοιχεία ότι καθιστά αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερή την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των δικηγόρων και γ) με τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4446/2016 εισάγεται η υποχρέωση των Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωµών να γνωστοποιούν στη Γενική Γραµµατεία Εµπορίου και Προστασίας Καταναλωτή στοιχεία που αφορούν την τιµολογιακή τους πολιτική για ορισµένα βασικά προϊόντα με σκοπό «να παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα σύγκρισης ορισµένων βασικών προϊόντων ως προς τις τιµές και τις προµήθειες (π.χ. εµβάσµατα, αγορά pos κ.ά.), ώστε να επιλέγει το προϊόν που τον συµφέρει». Εξάλλου, οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4446/2016 έχουν τεθεί προς πάταξη της φοροδιαφυγής και αύξηση των δημοσίων εσόδων, ο σκοπός δε αυτός επιδιώκεται με την ώθηση των συναλλασσομένων για τη πραγματοποίηση πληρωμών με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων για συναλλαγές κάτω των πεντακοσίων (500) ευρώ, προς τούτο δε παρέχονται κίνητρα όπως το “χτίσιμο” του αφορολόγητου και το πρόγραμμα των δημοσίων κληρώσεων. Η προβλεπόμενη δε στο άρθρο 69 παρ. 2 του ν. 4446/2016 αμφιμερώς υποχρεωτική χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για συναλλαγές άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ δεν αποτελεί εναλλακτικό ισοδύναμο μέτρο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό του άρθρου 65 του ν. 4446/2016, διότι η υποχρεωτική τοποθέτηση τερματικών POS από τους δικαιούχους πληρωμής αποβλέπει στην ενδυνάμωση της “ανιχνευσιμότητας” των πληρωμών για συναλλαγές κάτω των πεντακοσίων ευρώ με σκοπό την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Με τα δεδομένα αυτά το επίδικο μέτρο της επιβολής στους δικαιούχους πληρωμής, μεταξύ των οποίων και οι δικηγόροι, υποχρεωτικής τοποθέτησης τερματικού POS προς αποδοχή μέσων πληρωμής με κάρτα για την ολοκλήρωση των πράξεων πληρωμής, τελεί σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης και τον επιδιωκόμενο με αυτήν σκοπό πάταξης της φοροδιαφυγής και αύξησης των δημοσίων εσόδων, χωρίς να παρίσταται, και δη προδήλως, απρόσφορο, περιττό ή δυσανάλογο, ώστε να καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση των οικείων οικονομικών δραστηριοτήτων, δεδομένου ότι όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας ενός μέτρου ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης (ΣτΕ Ολομ. 3962/2014). Απορριπτέος είναι και ο ειδικότερος ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η υποχρεωτική επιβολή του κόστους αγοράς ή μίσθωσης τερματικού μηχανήματος POS σε δικηγόρους που εκ των πραγμάτων δεν θα το χρησιμοποιήσουν είναι προδήλως δυσανάλογη, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η καταστολή της φοροδιαφυγής την οποία εξυπηρετεί το επίδικο μέτρο, συνιστά επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και βασικό έργο της φορολογικής Διοίκησης, ο δε αιτών δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι η οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγεται η τοποθέτηση και χρήση τερματικού μηχανήματος P.O.S. για την κατηγορία των ως άνω δικηγόρων είναι τέτοιου ύψους που καθιστά αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερή την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
(Δ) Προβάλλεται ότι προσβάλλεται το κατ' άρθρο 20 παρ. 1 Σ. και 6 της ΕΣΔΑ δικαίωμα έννομης προστασίας λόγω της αύξησης του κόστους πρόσβασης στη δικαιοσύνη που θα προέλθει από την μετακύλιση σε όλους τους εντολείς των δικηγόρων, ακόμα και σε αυτούς που δεν επιλέγουν να πληρώσουν μέσω κάρτας, του κόστους αγοράς (ή μίσθωσης) και χρήσης (με προμήθεια ανά συναλλαγή) των τερματικών P.O.S., ενόψει και των υπόλοιπων οικονομικών επιβαρύνσεων για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος αυτός, πέραν της αοριστίας του καθότι στηρίζεται σε υποθετικά σενάρια, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής διότι με τις επίμαχες διατάξεις δεν θεσπίζεται προσαύξηση των αμοιβών των δικηγόρων που εισπράττονται με χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ούτε, βεβαίως, χρηματική «ποινή» για όσους «εντολείς - καταναλωτές» δικηγορικών υπηρεσιών επιλέγουν την πληρωμή με χρήση τέτοιων μέσων, αλλά επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, στους δικηγόρους η υποχρέωση να αποδέχονται ως μέσο πληρωμής τις κάρτες στις συναλλαγές με τους εντολείς τους, χωρίς μάλιστα να προβάλλεται από τον αιτούντα Σύλλογο με επίκληση και προσκόμιση συγκεκριμένων στοιχείων ότι το ύψος της οικονομικής επιβάρυνσης επιδρά ουσιωδώς στην επαγγελματική δραστηριότητα των δικηγόρων.
(Ε) Κατά τη διαδικασία η οποία εκκινεί με την εντολή πληρωμής εκ μέρους του πληρωτή και τελειούται δια της αποδοχής και της ολοκλήρωσης της πράξης πληρωμής, γίνεται επεξεργασία απλών (οικονομικών) δεδομένων του εντολέα-πληρωτή και του επαγγελματία-δικαιούχου πληρωμής, μέσω της διαμεσολάβησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κατά την πληρωμή δε μέσω P.O.S. δεν αποκαλύπτεται η αιτιολογία της συναλλαγής και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα προστασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αφού δεν προκύπτει σύνδεση των δικηγορικών υπηρεσιών με ορισμένο αντικείμενο, ποινικού ή άλλου χαρακτήρα. Η ανιχνευσιμότητα των εν λόγω οικονομικών δεδομένων, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση του ως άνω συστήματος, εξυπηρετεί υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος διότι συμβάλλει σημαντικά στη διενέργεια αποτελεσματικών φορολογικών ελέγχων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής καθώς καλύπτει οποιαδήποτε συναλλαγή με τους υπόχρεους και για ποσά κάτω των πεντακοσίων (500) ευρώ, η δε διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών στις αρμόδιες υπηρεσίες προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου και περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία για τον φορολογικό έλεγχο στοιχεία. Η επεξεργασία των ανωτέρω οικονομικών δεδομένων θωρακίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για τις προϋποθέσεις άρσης του τραπεζικού απορρήτου, υπό τη συνδρομή των οποίων και μόνον είναι δυνατή η πρόσβαση των δημοσίων ελεγκτικών φορέων του άρθρου 71 του ν. 4446/2016 στα δεδομένα αυτά. Παράλληλα, κατά τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων αυτών από τον φορολογικό έλεγχο, η Διοίκηση και τα όργανά της δεσμεύονται από το προβλεπόμενο στο νόμο απόρρητο των στοιχείων του φορολογούμενου. Ούτε γεννάται θέμα παραβίασης του δικηγορικού απορρήτου, κατά το ν. 4194/2013, διότι η ταυτότητα του εντολέα, το ύψος της δικηγορικής αμοιβής και εν γένει η οικονομική πλευρά της σχέσης μεταξύ εντολέα και δικηγόρου δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο προστασίας του δικηγορικού απορρήτου. Άλλωστε, η τυχόν επιλογή του εντολέα για την πληρωμή της οφειλόμενης αμοιβής μέσω P.O.S., συνεπάγεται την παροχή έγκρισης προς τα πιστωτικά ιδρύματα για επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων που αφορούν τη συγκεκριμένη συναλλαγή, γεγονός που απορρέει από τους όρους χορήγησης και χρήσης της κάρτας ή του συνδεόμενου με αυτή τραπεζικού λογαριασμού, ο δε εντολέας γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη δαπάνη καταγράφεται στα τραπεζικά πληροφοριακά συστήματα και αποστέλλεται στη φορολογική διοίκηση για το “χτίσιμο” του αφορολογήτου. Ως προς την ασφάλεια των τερματικών μηχανημάτων P.O.S. στην απόφαση ΠΟΛ 1202/2015 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, ορίζεται στο άρθρο 5, ότι για την εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας της διαδικασίας όλα τα φορολογικά ή τραπεζικά στοιχεία που ανταλλάσσονται, κρυπτογραφούνται μέσω διαδικασιών ασύμμετρης κρυπτογράφησης και περαιτέρω καθορίζονται οι προδιαγραφές της κρυπτογράφησης και προτείνεται το συμβατό λογισμικό, η δε περαιτέρω εκτίμηση της επάρκειας των ανωτέρω μέτρων συνιστά τεχνική κρίση η οποία δεν είναι δυνατή στα πλαίσια του ακυρωτικού ελέγχου. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως περί παραβίασης διατάξεων του ν. 2472/1997 και του δικαιώματος δίκαιης δίκης.