Μια ήττα ιστορικών διαστάσεων υπέστη η ευρωπαϊκή πολιτική της Γερμανίας, με την επιλογή από τους Ευρωπαίους ηγέτες της Κριστίν Λαγκάρντ ως διαδόχου του Ντράγκι, που σηματοδοτεί την απώλεια του… κάστρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τους Γερμανούς και τη συνέχιση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής του Μάριο Ντράγκι παρότι είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής στην Γερμανία.
Οι νέες πολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται στην Ευρώπη, στον απόηχο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που έδωσε στην Γερμανία τον πρώτο ρόλο στη χάραξη πολιτικής, δεν οδηγούν σε αυτό πού διακαώς επιθυμούσε η καγκελάριος Μέρκελ και το γερμανικό πολιτικό κατεστημένο, δηλαδή στην «αποκατάσταση της τάξης» στην ΕΚΤ, μέσω της ανάδειξης, για πρώτη φορά, ενός Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη ως επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας.
Η Άνγκελα Μέρκελ προχώρησε εξ αρχής σε ένα σημαντικό πολιτικό ελιγμό, αποδεχόμενη τη θυσία της υποψηφιότητας Βέμπερ για τη θέση του προέδρου της Κομισιόν, ώστε να κερδίσει διπλωματικούς «πόντους» στην προώθηση του Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη, Γιενς Βάιντμαν, στην προεδρία της ΕΚΤ.
Φαίνεται, όμως, ότι οι αντιστάσεις που εκδηλώθηκαν από μεγάλη ομάδα ηγετών, κυρίως των ελλειμματικών χωρών του Νότου, στην προοπτική «γερμανοποίησης» της νομισματικής πολιτικής ήταν τόσο ισχυρές, ώστε ο τελικός συμβιβασμός στο πρόσωπο της Γαλλίδας γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ να σηματοδοτεί μια ιδιαίτερα σοβαρή πολιτική ήττα του Βερολίνου: η πλειοψηφία των ηγετών έστειλε το μήνυμα ότι η ΕΚΤ δεν θα γίνει μια ευρωπαϊκή Bundesbank, όσο και αν το επιθυμεί η πολιτική τάξη της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν δύο επιλογές: να στείλουν το «σήμα» της επιστροφής στην κανονικότητα, δηλαδή σε υψηλότερα επιτόκια προς όφελος των πλεονασματικών οικονομιών και, ιδιαίτερα, των Γερμανών καταθετών. Ή να επιλέξουν την πολιτική του «σώζουμε το ευρώ, όσο και αν χρειασθεί να προσφύγουμε σε ανορθόδοξα μέτρα νομισματικής πολιτικής», την οποία χάραξε και εφάρμοσε από το 2012 ο Μ. Ντράγκι, για να θεωρηθεί από τους περισσότερους αναλυτές ως ο άνθρωπος που έσωσε τη νομισματική ένωση της Ευρώπης.
Τελικά, οι ηγέτες επέλεξαν τη συνέχεια της πολιτικής Ντράγκι, κάτι που σημαίνει ότι, όσο και αν δυσφορούν οι Γερμανοί, η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να κρατά χαμηλό το κόστος δανεισμού στην Ευρώπη, στο όνομα της προσπάθειας για την αύξηση του πληθωρισμού, κάτι που εξυπηρετεί τις ασθενέστερες δημοσιονομικά χώρες, με πρώτη την Ιταλία, που θα αντιμετώπιζαν οξύτατα προβλήματα διόγκωσης των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους, εάν η ΕΚΤ έπαυε τη χαλαρή νομισματική πολιτική της.
Ενθουσιασμός στις αγορές
Από την πλευρά των αγορών, η επιλογή της Λαγκάρντ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, παρότι αρκετοί αναλυτές σημειώνουν ότι η επικεφαλής του ΔΝΤ και πρώην υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, επί προεδρίας Σαρκοζί, είναι νομικός και όχι οικονομολόγος και δεν έχει εμπειρία στην χάραξη και εφαρμογή νομισματικής πολιτικής.
Η «βουτιά» αποδόσεων στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων έφερε για πρώτη φορά το ισπανικό 7ετές και το βελγικό 10ετές σε αρνητική απόδοση, ενώ σε αρνητικό έδαφος έπεσε σήμερα και η απόδοση του 2ετούς ιταλικού ομολόγου. Το ελληνικό 5ετές πλησιάζει σε απόδοση 1% και το 10ετές στο 2%.
Η αγορά περιμένει από την Λαγκάρντ να συνεχίσει την πολιτική του Μ. Ντράγκι, ο οποίος, λίγο πριν αποχωρήσει από τη θέση του, έθεσε και πάλι την ΕΚΤ σε τροχιά ανορθόδοξης νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να ανεβεί ο πληθωρισμός, που παραμένει πολύ μακριά από το στόχο της ΕΚΤ. Ουσιαστικά, η επιλογή της Λαγκάρντ οριστικοποιεί την επερχόμενη νέα μείωση επιτοκίων και τις αγορές στοιχείων ενεργητικού (QE – ποσοτική χαλάρωση), που θα ήταν αμφίβολο αν θα εφαρμόζονταν σε περίπτωση επικράτησης του Βάιντμαν.
«Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν περίμενα την επιλογή της Λαγκάρντ, ιδιαίτερα αφού η ίδια είχε διαψεύσει με ένταση ότι ήταν υποψήφια. Θα φέρει τη συνέχεια της πολιτικής του Ντράγκι, κάτι που αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τις αγορές. Οι αντιδράσεις της ΕΚΤ δεν είναι πιθανό να αλλάξουν δραματικά στη διάρκεια της θητείας της Λαγκάρντ», τόνισε στο Reuters ο στρατηγικός αναλυτής της Pictet Wealth Management, Φρεντερίκ Ντουκροζέ.
Το μόνο αρνητικό στοιχείο που επισημαίνουν αναλυτές, όπως ο Τζιμ Ριντ της Deutsche Bank, είναι ότι η Λαγκάρντ δεν έχει εμπειρία κεντρικού τραπεζίτη: «Δεδομένης της σχετικής έλλειψης εμπειρίας της Λαγκάρντ με τα αρκετά περίπλοκα εργαλεία της ΕΚΤ, υπάρχει ένα ρίσκο αξιοπιστίας, ιδιαίτερα αν και όταν η κατάσταση αρχίσει να γίνεται πιο περίπλοκη από οικονομική άποψη. Πάντως, στις αγορές θα αρέσει το γεγονός ότι η Λαγκάρντ είναι μια έμπειρη και καλά δικτυωμένη προσωπικότητα της πολιτικής», έγραψε ο Ριντ σε σημείωμα προς τους πελάτες της γερμανικής τράπεζας.