Μακροχρόνια Σύμβαση Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (Power Purchase Agreement) συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 9 MW ανά έτος και διάρκειας 12 ετών, υπέγραψαν ο όμιλος παραγωγής και προμήθειας ενέργειας ΗΡΩΝ, μέλος του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και η εταιρεία GREEN, μέλος του περιβαλλοντικού και ενεργειακού ομίλου V GROUP, που δραστηριοποιείται στον τομέα των ΑΠΕ.
Όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση, οι δυο εταιρείες δημιουργούν ένα ουσιαστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τους καταναλωτές ενέργειας (ιδιώτες, εμπορικές επιχειρήσεις, βιομηχανίες), καθώς η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας θα πραγματοποιείται πλέον σε μακροχρόνια σταθερή τιμή, αισθητά χαμηλότερη σε σχέση με το τρέχον ενεργειακό κόστος που διαμορφώνεται στην αγορά.
Επιπλέον, το γεγονός ότι το μείγμα ενέργειας θα προέρχεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), επιτρέπει την άμεση πρόσβαση των τελικών καταναλωτών σε καθαρή ενέργεια, περιορίζοντας το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, συμβάλλοντας παράλληλα άμεσα στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση και στην επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης. Η συγκεκριμένη συμφωνία είναι το ξεκίνημα μιας σειράς συνεργασιών ανάμεσα στις δύο εταιρείες, που θα συμβάλλουν στο νέο ενεργειακό χάρτη της χώρας.
O γενικός διευθυντής του ομίλου ΗΡΩΝ Λουκάς Δημητρίου, δήλωσε σχετικά: «Με τη συνεργασία ΗΡΩΝ-GREEN δημιουργούμε μία ακόμα γέφυρα ανάμεσα στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και την καθαρή, εγχώρια και οικονομική ενέργεια που προσφέρουν οι ΑΠΕ. Θέτουμε κατά αυτόν τον τρόπο σε κίνηση ένα μηχανισμό, ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος, τόσο του τελικού καταναλωτή σε επίπεδο τιμών, όσο και της προστασίας του περιβάλλοντος, δεδομένης της σημαντικής αξιοποίησης των ΑΠΕ. Είμαστε αισιόδοξοι ότι το παράδειγμα αυτής της συνέργειας θα το ακολουθήσουν σύντομα κι άλλες εταιρείες».
Η διευθύνουσα σύμβουλος της GREEN Αγγελική Ντάλλα, ανέφερε: «Είμαστε πραγματικά χαρούμενοι που ενώνουμε τις δυνάμεις μας με την ΗΡΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ προκειμένου να κάνουμε ένα βήμα προς τον επαναπροσδιορισμό του ενεργειακού μέλλοντος της Ελλάδας. Η συνεργασία αυτή αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο στον κλάδο της ενέργειας, λαμβάνοντας ουσιαστικά υπόψη τόσο την προστασία του περιβάλλοντος, όσο και το συμφέρον του τελικού καταναλωτή. Παράλληλα, συμβάλλει στη διαφοροποίηση του εθνικού ενεργειακού μείγματος, καθώς και στην ενίσχυση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού και της εθνικής οικονομίας».