Οι ενδιάμεσες εκλογές του 2018 στις Ηνωμένες Πολιτείες συγκέντρωσαν την παγκόσμια προσοχή και αρνητική δημοσιότητα, καθώς οι περισσότεροι αναλυτές τις ανέδειξαν ως βαρόμετρο του «φαινομένου Τραμπ».
* Πέτρος Βαμβακάς
Από την ανακοίνωση ακόμα των πρώτων πρωινών ωρών της 9ης Νοεμβρίου 2016, ότι ο Ντόναλντ Τζ. Τραμπ θα ήταν ο 45ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, το [αρχικό] αίσθημα δυσπιστίας αντικαταστάθηκε από την πεποίθηση ότι [αυτή η εξέλιξη] δεν αποτελούσε παρά ένα κακό αστείο ή κάποιο είδος ψήφου διαμαρτυρίας ενάντια στο κατεστημένο. Και στις δύο περιπτώσεις, η προσδοκία ήταν ότι επρόκειτο για κάτι προσωρινό και ότι η επανόρθωση μέσω της επιστροφής στην πρότερη κατάσταση ήταν αναπόφευκτη.
Το 2018 επιβεβαιώνει το 2016
Ως εκ τούτου, οι ενδιάμεσες εκλογές του 2018 θα μπορούσαν να είναι η πρώτη πραγματική ένδειξη αυτής της επανόρθωσης και του κατά πόσο το αποτέλεσμα του 2016 ήταν απλώς μεμονωμένο. Πλέον, μπορούμε να προβούμε στην ασφαλή εκτίμηση ότι τα αποτελέσματα της 6ης Νοεμβρίου 2018 κατέδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν ούτε ένα κακό αστείο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον κόσμο ούτε μία στιγμιαία και περίεργη εκλογική απόφαση. Στην πραγματικότητα, ο κ. Τραμπ, διεξήγαγε τον τελευταίο μήνα μια αδιάκοπη και ανενδοίαστη προεκλογική εκστρατεία, μετατρέποντας τις ενδιάμεσες εκλογές σε δημοψήφισμα για την προεδρία του. Μια συνολικά επιτυχημένη στρατηγική, καθώς μπόρεσε να υποστεί πιο περιορισμένες εκλογικές ζημίες σε σχέση με αυτές που είχαν υποστεί οι προκάτοχοί του σε προηγούμενες ενδιάμεσες εκλογές.
Μετά τα αποτελέσματα της Τρίτης, ο κ. Τραμπ μπόρεσε να εδραιώσει την παρουσία του στο πολιτικό τοπίο, απομακρύνοντας την αρχική εκτίμηση της εκλογής του ως προσωρινής εκλογικής ανωμαλίας. Έχει καταφέρει να ενισχύσει περαιτέρω τη θέση του εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, έχει καταφέρει να το ελέγξει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, διεκδίκησε με επιτυχία ένα εκλογικό ακροατήριο της εργατικής τάξης, το οποίο πριν από 30 χρόνια είχε ονομαστεί ως οι «Δημοκρατικοί του Ρέιγκαν» (Reagan-Democrats) ή πριν από 15 χρόνια ως o «μέσος Αμερικάνος» του Τζορτζ Μπους (Joe Sixpack). Με αυτόν τον τρόπο, ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να συνθέσει μια νικηφόρα πλατφόρμα που συνδυάζει τις ανησυχίες του Αμερικανού βιομηχανικού εργάτη από τις παγκόσμιες εξελίξεις με την εξελισσόμενη απώλεια του προνομίου του λευκού Αμερικανού ή αλλιώς του «εξαιρετισμού» του. Έχει καταφέρει επίσης να είναι ο κυρίαρχος του συστήματος μετάδοσης του πολιτικού μηνύματος, αξιοποιώντας τη διαχρονική του δεξιότητα στις «πωλήσεις».
Ο Πρόεδρος Τραμπ είναι ο απόλυτος πωλητής/πολιτικός παράγοντας σε ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο η πολιτική νοείται ως καταναλωτικό αγαθό. Έτσι, έχοντας κατακτήσει το περιβάλλον της «reality» τηλεόρασης και των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, μεταδίδει αποτελεσματικά το μήνυμά του και την πολιτική του πλατφόρμα. Και τα δύο αυτά μέσα επικοινωνίας προϋποθέτουν ένα κύριο χαρακτηριστικό, το οποίο υπερκερνά όλα τα άλλα χαρακτηριστικά επικοινωνιακής επιτυχίας: το χαρακτηριστικό της διασημότητας (celebrity). Σύμφωνα με ειδικούς της ψυχολογίας και των επιχειρήσεων ένας επιτυχημένος πωλητής χρειάζεται ενσυναίσθηση, ικανότητα να ακούει, ευφυΐα και ικανότητα να υπολογίζει και να εξάγει συμπεράσματα, συναισθηματική σταθερότητα, υπομονή, αυτογνωσία και υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη.
Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά που ο κ. Tραμπ φαίνεται πως δεν κατέχει· εντούτοις κατάφερε να ξεπεράσει αυτές τις αδυναμίες και να γίνει πολύ αποτελεσματικός στην ενεργοποίηση όλου του πολιτικού συστήματος. Παρότι, λοιπόν, η συμμετοχή στις εκλογές δεν έφθασε ούτε στο 50% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, επρόκειτο για μία από τις υψηλότερες συμμετοχές μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 1966.
Η συνολική εκτίμηση των ενδιάμεσων εκλογών είναι ότι η προεδρία Τραμπ δεν αποτελεί μια εκλογική αστοχία, αλλά συνιστά μέρος της εξέλιξης της μαζικής αμερικανικής δημοκρατίας που επηρεάζεται από τις ταχείες παγκόσμιες μεταβολές στην οικονομία, το χρηματοοικονομικό τομέα και τις επικοινωνίες. Ο κ. Τραμπ είναι το πρωτότυπο του πολιτικού παράγοντα-διασημότητα που οι μαζικές δημοκρατίες θα επιζητούν ώστε να είναι σε θέση να ενοποιούν τη διαμαρτυρία με την άσκηση πολιτικής. Οι εκλογές δεν είχαν έναν μόνο νικητή ή χαμένο· είχαν αυτό το επιτυχημένο πρωτότυπο, που ίσως αποτελέσει το πιο σημαντικό μάθημα για τις εκλογές του 2020. Ο πιο αποτελεσματικός αντίπαλος του Προέδρου Τραμπ θα πρέπει να είναι αυτός που θα μπορεί να μιμηθεί τις μεθόδους του. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Μπέτο Ο’ Ρουρκ του Τέξας ίσως να είναι η καλύτερη επιλογή των Δημοκρατικών για το 2020, αλλά η χειρότερη επιλογή για την εκλογική κομματική πολιτική.
Το διχασμένο Κογκρέσο και η θητεία Τραμπ
Mια εβδομάδα μετά τις εκλογές, οι οποίες καταδεικνύουν την έντονη πόλωση του εκλογικού σώματος, το πολιτικό αποτέλεσμα αντικατοπτρίζεται σε ένα διχασμένο Κογκρέσο. Οι Δημοκρατικοί θα είναι σε θέση να καθορίζουν την ημερήσια διάταξη στην 435μελή Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί θα ελέγχουν την 100μελή Γερουσία. Πρόκειται για ένα σημαντικό αποτέλεσμα από πολλές απόψεις, μεταξύ των οποίων εκείνη που αναδεικνύει τη διάσταση του δημογραφικού κατακερματισμού εντός της χώρας: Φύλο, εθνότητα, ηλικία, εκπαιδευτικό επίπεδο και εν προκειμένω αστεακή χωρικότητα εναντίον της επαρχιακής. Σε όλες αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες, τα αποτελέσματα του 2018 αντικατοπτρίζουν τα αποτελέσματα του 2016, που ενώ η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε τη λαϊκή ψήφο, ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε το Εκλεκτορικό Κολέγιο και την Προεδρία. Η διατήρηση και η ενίσχυση των Ρεπουμπλικανικών εδρών στη Γερουσία είναι σημαντικό επίτευγμα για τον κ. Τραμπ, αφού μπόρεσε να αντιστρέψει την εκλογική τάση, βάσει της οποίας Πρόεδροι με αποδοχή μικρότερη από το 50% τείνουν να χάνουν τη Γερουσία κατά τις ενδιάμεσες εκλογές.
Επιπλέον, μπόρεσε να αντικαταστήσει μερικούς Ρεπουμπλικανούς επικριτές του στη Γερουσία με γερουσιαστές που εξελέγησαν με την ατζέντα και τη στήριξή του. Η αύξηση των εδρών στη Γερουσία θα επιτρέψει στους Ρεπουμπλικανούς να συνεχίσουν το διορισμό κοινωνικά συντηρητικών δικαστών σε ομοσπονδιακό επίπεδο και πιθανότατα να ενισχύσουν το συντηρητικό χαρακτήρα του Ανώτατου Δικαστηρίου. Παρά τις επικρίσεις, ο Τραμπ κατάφερε να επιτύχει έναν 40ετή στρατηγικό στόχο των ευαγγελιστών συντηρητικών, δηλαδή να διαμορφώσει ένα συντηρητικό Ανώτατο Δικαστήριο∙ ένα σημαντικό σημείο για την εκστρατεία επανεκλογής του κ. Τραμπ το 2020, αφού είναι σε θέση να υποστηρίξει ότι εκπληρώνει τις υποσχέσεις που έδωσε σε στο πιστό εκλογικό του ακροατήριο.
Σε ό,τι αφορά τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο έλεγχός της από τους Δημοκρατικούς θα περιορίσει τις δυνατότητες του Προέδρου, αφού η Βουλή ελέγχει τη ροή της χρηματοδότησης, ενώ διαθέτει εξουσίες ελέγχου του Πρόεδρου. Αυτή μπορεί να είναι μία δύσκολη σχέση για τον Πρόεδρο τα επόμενα δύο χρόνια, ιδιαίτερα όσο αφορά σε έρευνες για πολιτικές και προσωπικές παραβάσεις. Σε σχέση με αυτό, ωστόσο, θα αναμένεται να επιχειρηθεί η αλλαγή της ατζέντας και εκτιμώ πως αυτό θα συμβεί με συνεχείς προσωπικές επιθέσεις, κυρίως προς τη Νάνσι Πελόσι, ιδίως εάν αυτή επανεκλεγεί Πρόεδρος της Βουλής. Η Νάνσι Πελόσι είναι μία προσωπικότητα που προκαλεί τόση αντιπάθεια στην εκλογική βάση του Τραμπ όση προκαλούσε και η Χίλαρι Κλίντον. Έχουμε διαπιστώσει στο παρελθόν το λεγόμενο «double down effect», που σημαίνει ότι ο Τραμπ, όχι μόνο δεν θα υποχωρήσει σε μία αμυντική στάση, αλλά θα κλιμακώσει τις επιθέσεις του. Το αμερικανικό εκλογικό σώμα έχει γίνει ιδιαίτερα συντηρητικό από τη διακυβέρνηση Κλίντον και μετά και εσωστρεφές και ανασφαλές μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Το σημερινό τοπίο και στους τρεις βραχίονες της κυβέρνησης αποτυπώνει και τις δύο αυτές τάσεις, με την επικάλυψη της ταυτοτικής πολιτικής, η οποία είναι μία διαμάχη που μαίνεται από το 1968.
Το εκλογικό σύστημα αναζητεί νέο κέντρο πολιτικού ανταγωνισμού
Είναι πολύ σαφές ότι το εκλογικό σύστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκεται, εδώ και δεκαετίες σε μια διαδικασία μετασχηματισμού, ο οποίος άρχισε με τον Ρέιγκαν και την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος ήταν ο μοναδικός πρόεδρος με μονή θητεία από το 1980 και μετά, που είχε ταχθεί ανοιχτά κατά της ατζέντας Ρέιγκαν το 1980. Στην πραγματικότητα, ο Δημοκρατικός Μπιλ Κλίντον ήταν καλύτερος εκπρόσωπος του οράματος του Ρέιγκαν από ό,τι ο Τζορτζ Μπους. Όπως προανέφερα, η εκλογική βάση της χώρας έχει γίνει εξαιρετικά συντηρητική, αποδίδοντας έμφαση στην ταυτότητα ως όχημα για την ισότητα ευκαιριών επί των αγοραίων πόρων. Από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά, εμφανίζεται μία στροφή προς μια εντονότερη εσωστρέφεια, η οποία είναι απότοκη των πολέμων της δεκαετίας. Το εκλογικό αποτέλεσμα, επομένως, αποτέλεσε τη διάβρωση του αμερικανικού δικομματικού συστήματος Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, λειτουργώντας ως η απόλυτη έκφραση πολιτικής διαμαρτυρίας.
Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, η ανάδυση του Tea Party και του Μπέρνι Σάντερς καθώς και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ συνιστούν παραδείγματα της ίδιας μεταβατικής διαδικασίας. Η επιμονή στο χρωματισμό του εκλογικού χάρτη με το συνδυασμό κόκκινου/μπλε των δύο κομμάτων δεν είναι πια ακριβής και σε αυτό το σημείο αποτελεί μόνο ευσεβή πόθο. Δυστυχώς, η πολιτική στράτευση έχει καταστεί ένα καταναλωτικό αγαθό και ως τέτοιο το καταναλώνουμε ατομικά και στη βάση μεταβαλλόμενων ταυτοτικών ομαδοποιήσεων. Οι αποτυχίες του Τζεμπ Μπους και της Χίλαρι Κλίντον το 2016 και η άνοδος χαρισματικών προσωπικοτήτων και διασημοτήτων και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος αποτελούν ενδείξεις ενός εκλογικού συστήματος που ακόμα αναζητεί ένα νέο κέντρο πολιτικού ανταγωνισμού. Τα όρια μεταξύ του μπλε και του κόκκινου στρατοπέδου είναι πλέον ασαφή, αλλά οι ρητορικές των δύο στρατοπέδων εξακολουθούν να απέχουν πολύ η μία από την άλλη. Οι εκλογές του 2020 δεν έχουν κριθεί ακόμα, κάτι που σημαίνει ότι ο σημερινός Πρόεδρος συνεχίζει να διατηρεί το πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του.
* Αναδημοσίευση από τον ιστότοπο του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (www.enainstitute.org)