Μια διευθύντρια που παραιτείται θορυβωδώς, ο διάδοχός της που τα παρατάει και ένας ιδιοκτήτης ο οποίος στοχοθετείται από τις στήλες της εφημερίδας του: η έγκυρη Washington Post, ιδιοκτησία του Τζεφ Μπέζος, διέρχεται βαθιά κρίση.
Στην καρδιά της καταιγίδας, ο νέος γενικός διευθυντής της «WaPo», ο Βρετανός Ουίλιαμ Λούις, στον οποίο ο ιδρυτής της Amazon Τζεφ Μπέζος ανέθεσε μια ξεκάθαρη αποστολή, όταν τον διόρισε το περασμένο φθινόπωρο: να ανεβάσει και πάλι τον πήχυ αυτής της ιστορικής εφημερίδας.
Η Washington Post συνεχίζει να κερδίζει βραβεία Πούλιτζερ, μισό αιώνα αφού αποκάλυψε το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, όμως το 2023 είχε ζημιά 77 εκατομμύρια δολάρια, παρά τις απολύσεις και το κλείσιμο του κυριακάτικου ενθέτου της.
Όμως αυτός ο παλαίμαχος και δοκιμασμένος δημοσιογράφος, ο οποίος φέρει μάλιστα τις δάφνες μιας ιστορικής σημασίας αποκλειστικότητας στα τέλη των χρόνων του 2000 για τις δαπάνες των βουλευτών στο Ηνωμένο Βασίλειο, βλέπει τη θέση του να γίνεται όλο και πιο ευάλωτη. Εδώ και εβδομάδες, οι αποκαλύψεις πολλαπλασιάζονται για το ρόλο του στις αρχές των χρόνων του 2010 στη διαχείριση ενός πολύκροτου σκανδάλου παράνομων τηλεφωνικών υποκλοπών που γίνονταν από την ταμπλόιντ News of the World, όταν εργαζόταν για τον όμιλο των συντηρητικών μέσων ενημέρωσης της οικογένειας Μέρντοχ.
Χθες, Παρασκευή, ο Ουίλιαμ Λούις βρέθηκε και πάλι στο κέντρο μιας έρευνας των ίδιων των δημοσιογράφων του. Σύμφωνα με την Washington Post, φέρεται να έδωσε το 2011 το πράσινο φως για να καταστραφούν χιλιάδες ηλεκτρονικά μηνύματα, τροφοδοτώντας υποψίες ότι κατέστρεψε αποδείξεις, κάτι το οποίο αρνείται.
Ερωτηθείσα από το Γαλλικό Πρακτορείο μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου, η Washington Post δεν έδωσε συνέχεια.
Καθώς πλησιάζουν οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές, η υπόθεση δηλητηριάζει πλέον τη ζωή ενός εκδοτικού οργανισμού με κύρος, ο οποίος «δεν πηγαίνει καλά στο οικονομικό επίπεδο», εξηγεί στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Νταν Κένεντι, καθηγητής δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο Νορθίστερν.
Όπως και άλλα μέσα ενημέρωσης, η Washington Post ωφελήθηκε από την αναταραχή των χρόνων του Τραμπ στο Λευκό Οίκο (2017-2021): «εθεωρείτο ότι κάλυπτε αξιόπιστα και ασυμβίβαστα» τα πεπραγμένα του ρεπουμπλικανού προέδρου, προσθέτει ο καθηγητής.
Όμως όταν ο Ντόναλντ Τραμπ έφυγε από το Λευκό Οίκο, η όρεξη των αναγνωστών κόπηκε. «Η 'Post' επλήγη ιδιαίτερα πολύ. Είναι μια εφημερίδα που μοιάζει να λέει, 'είμαστε οι New York Times, αλλά με λιγότερα πράγματα να προσφέρουμε'», προσθέτει ο Νταν Κένεντι.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, στα τέλη του 2022 η εφημερίδα είχε 2,5 εκατ. συνδρομητές, από 3 εκατ. που είχε στις αρχές του 2021, όταν αναλάμβανε καθήκοντα ο Τζο Μπάιντεν. Απέχει πολύ από την κυκλφοριακή άνοδο των New York Times (πάνω από 10 εκατ. συνδρομητές), η οποία αποτέλεσε καρπό μιας στρατηγικής διαφοροποίησης προς πιο ελαφρά περιεχόμενα (παιγνίδια, συνταγές μαγειρικής, σπορ), χωρίς εντούτοις η νεοϋορκέζικη εφημερίδα να αποκηρύξει τα θεμελιώδη της δημοσιογραφίας.
«Χάνουμε πολλά χρήματα», «ο κόσμος δεν διαβάζει πια τα άρθρα σας, δεν μπορώ πια να χρυσώνω το χάπι», είπε στις αρχές Ιουνίου ο Ουίλιαμ Λούις, στη διάρκεια μιας συνάντησης με τη σύνταξη που διεξήχθη σε τεταμένη ατμόσφαιρα, σύμφωνα με αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Την προηγουμένη, οι δημοσιογράφοι της Washington Post είχαν πληροφορηθεί την ξαφνική παραίτηση της διευθύντριάς τους, της Σάλι Μπάζμπι.
Αυτή η τελευταία φέρεται ότι είχε εκφράσει τη διαφωνία της για τη στρατηγική του Λούις, η οποία προβλέπει μια επανίδρυση της σύνταξης με τρεις πόλους: δύο πόλοι, οι οποίοι υφίστανται ήδη, για την ενημέρωση και τις απόψεις και ένας τρίτος για «εξειδικευμένη ενημέρωση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
Το περίγραμμα αυτού του «τρίτου πόλου» της σύνταξης παραμένει αόριστο, όμως μοιάζει να έχει στόχο να απευθυνθεί η εφημερίδα σε ένα πιο νέο αναγνωστικό κοινό και να αναπτύξει περισσότερο κερδοφόρα περιεχόμενα, ένα άλμα στο άγνωστο για μια μάλλον λιτή εφημερίδα.
Στους κόλπους του ομίλου της οικογένειας Μέρντοχ, ο Ουίλιαμ Λούις είχε διατελέσει επίσης επικεφαλής της Wall Street Journal (2014-2020), άλλου κοσμήματος του αμερικανικού Τύπου.
Όμως άρθρα στους New York Times και στην Washington Post επισήμαναν αμφισβητήσιμες μεθόδους εκ μέρους του ή από τον Ρόμπερτ Γουίνετ, έναν από τους πρώην συναδέλφους του τον οποίο επέλεξε για διάδοχο της Σάλι Μπάζμπι, όπως η πληρωμή πληροφοριοδοτών ή η χρήση υποκλαπέντων τηλεφωνικών δεδομένων.
Μετά τις αποκαλύψεις αυτές, ο Ρόμπερτ Γουίνετ παραιτήθηκε στις 21 Ιουνίου.
Για τον Νταν Κένεντι, ο Ουίλιαμ Λούις δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να φύγει με τη σειρά του, επειδή «δεν έχει την εμπιστοσύνη της ομάδας».
«Η μεταμόσχευση δεν έπιασε», έγραψε έτσι στη σελίδα του στο Facebook ένας βετεράνος της «WaPo», ο Ντέιβιντ Μαράνις.
«Αν δεν είναι ικανή να εμπνεύσει το προσωπικό (...) η 'Post' θα πλέει χωρίς κατεύθυνση και τα καλύτερα στοιχεία της θα φύγουν», προσθέτει ο Νταν Κένεντι.
Σύμφωνα με παρατηρητές, η έκβαση της κρίσης βρίσκεται στα χέρια του Τζεφ Μπέζος, ο οποίος απέκτησε το 2013 την Post έναντι 250 εκατομμυρίων δολαρίων. Προς το παρόν έχει υποστηρίξει τον γενικό διευθυντή του.