Τη θετική επίδραση που διατηρεί ο κλάδος Τροφίμων και Ποτών σε κρίσιμους δείκτες ανάπτυξης αλλά και σημαντικά ευρήματα που διευκρινίζουν τον ρόλο του κλάδου στα τυποποιημένα (επεξεργασμένα) τρόφιμα, ειδικά την τελευταία τετραετία, σε σχέση με τις γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις ανέδειξαν δύο μελέτες που εκπόνησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων.
Η πρώτη μελέτη εστιάζει στον θετικό αντίκτυπο της βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών στην ελληνική οικονομία, συντηρώντας 163.000 άμεσες θέσεις εργασίας, ενώ η δεύτερη μελέτη αφορά τον πληθωρισμό στα είδη διατροφής στην Ελλάδα, στην οποία προκύπτει πως η εγχώρια παραγωγή τροφίμων διατήρησε συστηματικά ηπιότερο ρυθμό ανοδικής διακύμανσης των τιμών από το 2020 έως σήμερα, συγκριτικά με τα εισαγόμενα τρόφιμα. Και στις δυο μελέτες αναλύονται επίσημα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT, από την επεξεργασία των οποίων προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ για τον αντίκτυπο της βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών στην οικονομία της χώρας, η ελληνική βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών αναδεικνύεται ως σημαντικός κλάδος για την ελληνική μεταποίηση και ευρύτερη οικονομία και κατέχει την πρώτη θέση σε αξία παραγωγής στη μεταποιητική βιομηχανία της χώρας με ποσοστό 24,4% επί του συνόλου.
Ταυτόχρονα, η βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη στον τομέα της εγχώριας μεταποίησης, απασχολώντας το 40% των εργαζομένων σε αυτόν τον τομέα, εκ των οποίων σχεδόν 4 στους 10 είναι απόφοιτοι πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αποδεικνύοντας την ικανότητα της βιομηχανίας να δημιουργεί ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Παράλληλα, η ελληνική βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών είναι από τους μεγαλύτερους επενδυτές σε έρευνα και ανάπτυξη, με την ετήσια επένδυση των βιομηχανιών να αντιπροσωπεύει το 10,9% στη συνολική δαπάνη της εγχώριας μεταποίησης για έρευνα και ανάπτυξη, κορυφαία επίδοση στην Ευρώπη. Επιπλέον, επισημαίνεται και η επίδοση του κλάδου στην καινοτομία, με την ελληνική μεταποίηση τροφίμων και ποτών να βρίσκεται στην 4η θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μαζί με χώρες όπως η Δανία, η Εσθονία και η Φινλανδία.
Ως προς τις εξαγωγές , η ελληνική βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών σημείωσε αύξηση κατά 12,6% το 2023 σε σύγκριση με το 2022, ξεπερνώντας τα 6,8 δισ. ευρώ, γεγονός το οποίο αναδεικνύει την ποιότητα και τη διαφοροποίηση των εγχώριων μεταποιημένων τροφίμων και ποτών αλλά και τη δυναμική της εγχώριας βιομηχανίας ειδών διατροφής.
Συγκράτηση του πληθωρισμού τροφίμων από τη βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ για τον πληθωρισμό στα είδη διατροφής στην Ελλάδα, αναλύθηκαν επίσης τα στοιχεία της εξέλιξης του πληθωρισμού τροφίμων.
Συγκεκριμένα, από τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT που επεξεργάστηκε το ΙΟΒΕ (έως και τον Μάιο του 2024), διαφαίνεται ότι:
Ο πληθωρισμός των τυποποιημένων τροφίμων εξαιρουμένου του ελαιόλαδου, τον Μάιο του 2024 ήταν -0,8%,δείχνοντας ότι έχει εισέλθει σε φάση σταδιακής αποκλιμάκωσης από τις αρχές του 2024 και μετά.
Εξαιρώντας το ελαιόλαδο, οι τιμές των τυποποιημένων τροφίμων κατά μέσο όρο έχουν παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητες από τον Μάρτιο του 2023.
Εξετάζοντας συνδυαστικά τους Δείκτες Τιμών Εισαγωγών και Τιμών Παραγωγού για τον κλάδο των τροφίμων διαπιστώνεται ότι από το 2020 οι τιμές των παραγόμενων τροφίμων (από τη Βιομηχανία) στη χώρα, αυξήθηκαν με χαμηλότερο ρυθμό συγκριτικά με τα εισαγόμενα, υποδεικνύοντας ότι η εγχώρια παραγωγή απορρόφησε τις αυξήσεις κόστους, πιο ομαλά για τον καταναλωτή.
Σχολιάζοντας τη μελέτη, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, Ιωάννης Γιώτης, δήλωσε: «Οι πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών ήταν και παραμένει σημαντικός πυλώνας για την ελληνική μεταποίηση και επένδυση υψηλής απόδοσης για τη χώρα. Επίσης επιβεβαιώνεται με στοιχεία ότι οι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις έχουν πετύχει -με μεγάλη προσπάθεια-να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό των τροφίμων και ποτών στον βαθμό που μπορούν. Και αυτό γιατί στο τέλος της ημέρας η Βιομηχανία δεν επιθυμεί ευκαιριακές αυξήσεις τιμών, αλλά θέλει τα προϊόντα να είναι προσιτά για τον καταναλωτή, ώστε να μπορεί να τα απολαύσει».
Επίσης, ο γενικός διευθυντής του IOBE, καθηγητής Νίκος Βέττας, ανέφερε ότι: «ο ρόλος της Βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών είναι υψηλής σημασίας μέσα στη γενικότερη ανάγκη ανάπτυξης κρίσιμων κλάδων της μεταποίησης. Ιδίως με νέες επενδύσεις και ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού και της καινοτομίας, ο κλάδος μπορεί να συμβάλει από τη μία πλευρά στην αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και από την άλλη στην επίτευξη χαμηλών τιμών στα τρόφιμα στη χώρα. Οι δυο αυτές διαστάσεις είναι κομβικής σημασίας για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια».