Σε εποχή ζημιών που είναι πιθανό ακόμη και να εξανεμίσουν τα κεφάλαιά τους μπαίνουν οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από το 2023, ενώ ήδη από το 2022 αρκετές θα εμφανίσουν ζημιές, με πρώτη τη γερμανική Bundesbank. Όμως, η Τράπεζα της Ελλάδος φαίνεται ότι θα καταφέρει να γίνει εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, χάρη στα υψηλά επιτόκια των ελληνικών ομολόγων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα δημοσιεύσει τα οικονομικά της αποτελέσματα την Πέμπτη και, όπως ανέφερε το Bloomberg, οι αξιωματούχοι της θα προειδοποιήσουν για σοβαρές απώλειες το 2023 και το 2024. Βασική αιτία για τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα, θα είναι η αύξηση των επιτοκίων, η οποία έχει διογκώσει τα ποσά που πληρώνονται στις εμπορικές τράπεζες για τις καταθέσεις τους, ενώ τα αντίστοιχα έσοδα από τα ομόλογα είναι πολύ μικρότερα.
Το σοβαρότερο πρόβλημα αντιμετωπίζει η γερμανική Bundesbank, η οποία αναμένεται να εμφανίσει μικρές ζημιές ήδη από το 2022, οι οποίες θα αυξηθούν στα 26 δισ. ευρώ το 2023, εάν τα επιτόκια της ΕΚΤ παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα, σύμφωνα με υπολογισμούς του Ντάνιελ Γκρος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του think tank Centre for European Policy Studies (CEPS).
Αυτές οι ζημιές θα έφερναν τη γερμανική κεντρική τράπεζα στα όρια της αφερεγγυότητας και της ανάγκης να λάβει κεφαλαιακή ενίσχυση από το κράτος, καθώς θα εξαφάνιζαν το αποθεματικό της για κάλυψη ζημιών από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ύψους 20 δισ. ευρώ, αλλά και τα κεφάλαιά της, ύψους 5 δισ. ευρώ.
Οι διαφορές στα επιτόκια καταθέσεων και ομολόγων
Όπως έχει εξηγήσει ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Πορτογαλίας, Μάριο Σεντένο «τα αποτελέσματα θα γίνουν αρνητικά για πολλές κεντρικές τράπεζες ήδη από το 2022, λόγω της αναντιστοιχίας των επιτοκίων των στοιχείων ενεργητικού (σ.σ.: κυρίως ομόλογα) και των υποχρεώσεων (σ.σ.: καταθέσεις εμπορικών τραπεζών)». «Οι κεντρικές τράπεζες χρηματοδοτούνται τώρα με υψηλότερα επιτόκια,, τα οποία δεν ταιριάζουν με την απόδοση των ομολόγων και κάθε είδους χρέους στον ισολογισμό τους».
Οι απώλειες προκύπτουν επειδή η ΕΚΤ τύπωσε 5 τρισ. ευρώ και αγόρασε κυρίως κρατικά ομόλογα για να ενισχύσει τον πληθωρισμό, όταν ήταν πολύ χαμηλός, αλλά και να σταθεροποιήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μεγάλο μέρος αυτών των κεφαλαίων επέστρεψαν στις τράπεζες του Ευρωσυστήματος με τη μορφή καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες.
Σήμερα, μετά τις μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες πληρώνουν επιτόκιο 2,5% για τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών, ενώ από τα ομόλογα που έχουν αγοράσει λαμβάνουν μόλις 0,5% κατά μέσο όρο, σύμφωνα με υπολογισμούς του Ντάνιελ Γκρος. Ο ίδιος εκτιμά ότι μεγάλες ζημιές, που όμως δεν θα εξαφανίσουν τα κεφάλαιά τους, θα έχουν το 2023 η Τράπεζα της Γαλλίας (17 δισ. ευρώ), η Τράπεζα της Ιταλίας (9 δισ. ευρώ) και η Τράπεζα της Ολλανδίας (5 δισ. ευρώ).
Παραμένει κερδοφόρα η Τράπεζα της Ελλάδος
Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες για τις κεντρικές τράπεζες, ορισμένες εκ των οποίων θα χρειασθεί να ζητήσουν κεφαλαιακή ενίσχυση από τις κυβερνήσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένεται ότι θα παραμείνει κερδοφόρα, τόσο το 2022, όσο και τη διετία 2023 - 2024, ενώ το 2021 είχε αποδώσει στο Δημόσιο σχεδόν 500 εκατ. ευρώ και είχε διανείμει μέρισμα στους ιδιώτες μετόχους της.
Το γεγονός ότι η ΤτΕ είναι κεντρική τράπεζα μιας χώρας με χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση (κάτω από την επενδυτική βαθμίδα) και σχετικά υψηλά επιτόκια δανεισμού είναι κανονικά μια πηγή «πονοκεφάλων». Ομως στις σημερινές συνθήκες αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα: Τα ελληνικά ομόλογα που έχει αγοράσει η ΤτΕ για σκοπούς άσκησης της νομισματικής πολιτικής και στα οποία είχε τοποθετήσει (στοιχεία Νοεμβρίου 2022) το υψηλό ποσό των 148 δισ. ευρώ, έχουν επιτόκια πολλαπλάσια από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Έτσι, τα έσοδα από τους τόκους των ομολόγων καλύπτουν με το παραπάνω τα έξοδα για τους τόκους που πληρώνονται από την ΤτΕ για τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών, το ύψος των οποίων ήταν περίπου 50 δισ. ευρώ στο τέλος Νοεμβρίου.
Για το 2022, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν αναμένεται να επαναλάβει τα εξαιρετικά οικονομικά αποτελέσματα του 2021. Ομως θα έχει και πάλι σημαντική κερδοφορία, από την οποία θα ωφεληθεί κυρίως το Δημόσιο. Το 2021, τα κέρδη προ προβλέψεων της ΤτΕ είχαν αυξηθεί κατά 66% και είχαν ανέλθει στα 649,6 εκατ. ευρώ.
Τα καθαρά κέρδη ήταν πολύ μεγαλύτερα, φθάνοντας τα 3,27 δισ. ευρώ, χάρη σε ένα λογιστικό χειρισμό, ο οποίος θα επαναληφθεί και στη χρήση του 2022: με τη βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Δημοσίου, η ΤτΕ είχε μειώσει τις προβλέψεις για κινδύνους κατά 2,62 δισ. ευρώ.
Από τα 3,27 δισ. των καθαρών κερδών, η ΤτΕ είχε επιστρέψει στο Δημόσιο 499 εκατ. ευρώ, ενώ οι ιδιώτες μέτοχοι έλαβαν μέρισμα 13,3 εκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος των κερδών αξιοποιήθηκε για την ενίσχυση του ειδικού αποθεματικού για χρηματοοικονομικούς κινδύνους κατά 2,74 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 13,3 εκατ. ευρώ πήγαν στο έκτακτο αποθεματικό.