Ρεκόρ κερδοφορίας αναμένεται να ανακοινώσουν αύριο τα Ελληνικά Πετρέλαια και εξίσου ισχυρές οικονομικές επιδόσεις για το 2017 αναμένονται από τον όμιλο της Motor Oil, την ώρα που οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν τη βενζίνη σχεδόν 15% ακριβότερα από τους Γερμανούς.
Οι δύο ισχυροί, καθετοποιημένοι όμιλοι καυσίμων της χώρας είχαν μια χρυσή διετία (2016-2017), καθώς επωφελήθηκαν από τα αυξημένα περιθώρια στη διύλιση, λόγω χαμηλών διεθνών τιμών του αργού, και αύξησαν σημαντικά τις εξαγωγές τους, για να αντιπαρέλθουν την εξασθένηση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά.
Αύριο, μετά τη λήξη της συνεδρίασης, τα ΕΛΠΕ αναμένεται να ανακοινώσουν κερδοφορία για το 2017, που πιθανόν να ξεπεράσει και τα 850 εκατ. ευρώ.
Σε πρόσφατη ανάλυσή της, η Επενδυτική Τράπεζα της Ελλάδος διατύπωνε την εκτίμηση ότι τα ΕΛΠΕ θα διατηρήσουν πολύ υψηλές ελεύθερες ταμειακές ροές, άνω του 1,5 δισ. ευρώ ως το 2022 και θα συνεχίσουν να ανταμείβουν τους μετόχους με υψηλά μερίσματα.
Ενόψει της ανακοίνωσης αποτελεσμάτων, και προφανώς προσβλέποντας σε ευχάριστη έκπληξη, η HSBC αναβάθμισε σήμερα τη σύσταση για τη μετοχή των ΕΛΠΕ σε «buy» και αύξησε την τιμή - στόχο από 7,7 σε 10 ευρώ.
Εξίσου καλές επιδόσεις αναμένεται να παρουσιάσει για το 2017 και ο όμιλος της Motor Oil, που ήδη διένειμε, πριν τα Χριστούγεννα, προμέρισμα 0,3 ευρώ ανά μετοχή στους μετόχους του, ενώ για το 2016 είχε διανείμει συνολικά σχεδόν 100 εκατ. ευρώ.
Όμως, οι μέτοχοι των δύο ομίλων επωφελούνται δυσανάλογα από τις καλές οικονομικές τους επιδόσεις, σε σχέση με τους Έλληνες καταναλωτές, οι οποίοι πληρώνουν σταθερά από τις υψηλότερες τιμές της Ευρώπης για τα υγρά καύσιμα.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του δελτίου τιμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις τιμές των καυσίμων στην Ευρώπη, η αμόλυβδη βενζίνη είναι στην Ελλάδα 12,5% ακριβότερη από το μέσο όρο της ευρωπαϊκής αγοράς και σχεδόν 15% (14,4%) ακριβότερη από την Γερμανία!
Μάλιστα, αυτή η μεγάλη διαφορά μεταξύ ελληνικής και γερμανικής τιμής δεν οφείλεται στους υψηλούς φόρους που επιβάλλονται στα καύσιμα στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, η συμμετοχή των φόρων στην τελική τιμή της βενζίνης στην Ελλάδα είναι 64,3%, ενώ στην Γερμανία είναι λίγο υψηλότερη, 65,2%.
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη γερμανική και στην ελληνική αγορά καυσίμων είναι ότι στην πρώτη ο ανταγωνισμός λειτουργεί άριστα και πιέζει τις τιμές στο καλύτερο για τους καταναλωτές επίπεδο, ενώ στην Ελλάδα, παρά τις αλλεπάλληλες έρευνες της Επιτροπής Ανταγωνισμού και τις αλλαγές που έγιναν στη νομοθεσία με πιέσεις της τρόικας, η λειτουργία του ανταγωνισμού είναι ανεπαρκής.
Η αγορά παραμένει «κλειστή» για εισαγωγές καυσίμων, καθώς είναι υψηλό το κόστος διατήρησης των αποθεμάτων ασφαλείας, ενώ οι δύο καθετοποιημένοι όμιλοι, που έχουν θέσει υπό τον έλεγχο τους εδώ και μια δεκαετία και τα σήματα των δύο πολυεθνικών, BP και Shell, έχουν υψηλό βαθμό ελέγχου σε όλα τα στάδια της αγοράς, από τα διυλιστήρια ως τα πρατήρια, χωρίς ιδιαίτερη πίεση από ανταγωνιστές.