Επιχειρήσεις

ΤτΕ: Συγκέντρωση και επάρκεια κεφαλαίων στην εγχώρια ασφαλιστική αγορά


Με ποσοστό 2,2% συμμετείχε ο κλάδος ασφαλειών στο ΑΕΠ της χώρας το 2015 σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΤτΕ. Η συνολική ετήσια παραγωγή διαμορφώθηκε στο 2,2% του  ΑΕΠ έναντι 7,7% του μέσου όρου στην Ευρώπη  με την μέση κατά κεφαλήν δαπάνη στο 20% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στην έκθεση αναφέρονται οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της χαμηλής διείσδυσης της ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα, οι προοπτικές καθώς και ο κίνδυνος από το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων.

Σχετικό δημοσίευμα του Sofokleousin.gr από την Ομιλία του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος πριν την δημοσιοποίηση της έκθεσης από την ομιλία τους στην Ετήσια Γενική Συνέλευση της ΕΑΕΕ μπορείτε να διαβάστε ΕΔΩ.

Παρακάτω η μελέτη αναλυτικά:

ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΑΓΟΡΑΣ

Σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει 45 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, έναντι 48 το 2015 (η μείωση του αριθμού των εποπτευόμενων επιχειρήσεων κατά τρεις εντός του 2016 οφείλεται στην απορρόφηση της Ιμπέριο Λάιφ ΑΕΑΕΖ Α.Ε. από την Interamerican ΕΑΕΖ Α.Ε. και την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δύο υποκαταστημάτων τρίτων χωρών), οι οποίες κατηγοριοποιούνται βάσει της άδειας λειτουργίας και των ασφαλιστικών
τους εργασιών ως εξής:

• 4 επιχειρήσεις ασφαλίσεων ζωής
• 24 επιχειρήσεις ασφαλίσεων κατά ζημιών
• 17 επιχειρήσεις που ασκούν ταυτόχρονα δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών.

Εκ των 45 επιχειρήσεων, 19 επιχειρήσεις ανήκουν σε ασφαλιστικούς ομίλους με έδρα στο εξωτερικό, ενώ 5 δραστηριοποιούνται ενεργά σε χώρες του εξωτερικού με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Στην εγχώρια ασφαλιστική αγορά δραστηριοποιούνται επίσης 19 υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ, καθώς και 16 ευρωπαϊκές ασφαλιστικές επιχειρήσεις με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Τα εν λόγω υποκαταστήματα και επιχειρήσεις εποπτεύονται, ως προς τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των χωρών καταγωγής τους.

Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολόγησε και ενέκρινε μεταβολές στη μετοχική σύνθεση ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) απέκτησε ποσοστό 15% του μετοχικού κεφαλαίου της “Ευρωπαϊκή Πίστη ΑΕΓΑ”, η FairFax Financial Holdings Limited απέκτησε το 80% της Eurolife ERB από τη Eurobank, ο Β. Θεοχαράκης απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της επιχείρησης “Ευρωπαϊκή Ένωσις ΑΕΕΓΑ” και ο Όμιλος της ERGO απέκτησε από την Τράπεζα Πειραιώς το 100% της Αγροτικής Ασφαλιστικής Α.Ε.

Σε επίπεδο παραγωγής, τα ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα ζωής του εννεαμήνου ανήλθαν σε 1,2 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων πλέον του 66% αφορούσαν παραδοσιακές ασφαλίσεις (θανάτου ή επιβίωσης). Οι ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις (unit-linked) παρουσιάζουν κάμψη μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, με τα σχετικά ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα να διαμορφώνονται σε 174 εκατ. ευρώ κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2016, έναντι 270 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2015. Τα ασφάλιστρα των κλάδων ασφαλίσεων κατά ζημιών ανήλθαν την ίδια περίοδο σε 1,4 δισεκ. ευρώ, με το μεγαλύτερο ποσοστό εξ αυτών να καταγράφεται στον κλάδο ασφάλισης αστικής ευθύνης χερσαίων οχημάτων (40%) και στον κλάδο πυρός (22%).

Το σύνολο του ενεργητικού των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα ανήλθε σε 15,7 δισεκ. ευρώ στις 30.9.2016, εκ των οποίων 6,6 δισεκ. ευρώ αφορούσαν τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα και 2,2 δισεκ. ευρώ αφορούσαν επενδύσεις για ασφαλίσεις τον επενδυτικό κίνδυνο των οποίων φέρουν οι ασφαλισμένοι (unit-linked). Κατά την ίδια ημερομηνία, η αποτίμηση των συνολικών υποχρεώσεων ανερχόταν σε 13,2 δισεκ. ευρώ, με το σύνολο των τεχνικών προβλέψεων να διαμορφώνεται σε 12,1 δισεκ. ευρώ (8,8 δισεκ. ευρώ αφορούσαν ασφαλίσεις ζωής και 3,3 δισεκ. ευρώ ασφαλίσεις κατά ζημιών).

Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά χαρακτηρίζεται από σημαντική συγκέντρωση (σύμφωνα με τον ορισμό του μεριδίου αγοράς, όπως παρέχεται στο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος), ιδιαίτερα στις εργασίες ασφαλίσεων ζωής, καθώς οι 5 μεγαλύτερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις ζωής κατέχουν το 79% της αγοράς, σε όρους τεχνικών προβλέψεων. Το μερίδιο αγοράς για τις 5 μεγαλύτερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις κατά ζημιών ανέρχεται σε 43%, σε όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων.

Παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, η ασφαλιστική αγορά εμφανίζει επάρκεια κεφαλαίων καλής ποιότητας, καθώς το 92% των επιλέξιμων κεφαλαίων ταξινομούνται στην υψηλότερη κατηγορία ποιότητας (Κατηγορία 1). Η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (SCR) διαμορφώθηκε σε 1,8 δισεκ. ευρώ στις 30.9.2016, με τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 2,4 δισεκ. ευρώ. Επιπροσθέτως, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (MCR) για το σύνολο των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε 664 εκατ. ευρώ, με τα αντίστοιχα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 2,2 δισεκ. ευρώ και να αφορούν εξ ολοκλήρου κεφάλαια Κατηγορίας 1.

Σε επίπεδο ομίλων, η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί την αρχή εποπτείας 5 ασφαλιστικών ομίλων με τελική μητρική επιχείρηση στην Ελλάδα. Από τα διαθέσιμα στοιχεία κατά την 30.9.2016 προκύπτει ότι στους εν λόγω ομίλους περιλαμβάνονται 8 ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα και 6 με έδρα σε άλλες χώρες της ΕΕ (Κύπρο, Ρουμανία και Βουλγαρία). Το συνολικό ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (SCR) των 4 εξ αυτών (δεν περιλαμβάνεται ο όμιλος για τις επιχειρήσεις του οποίου εφαρμόζονται μέτρα εξυγίανσης) στις 30.9.2016 ανήλθε σε 600 εκατ. ευρώ, ενώ τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους διαμορφώθηκαν σε 731 εκατ. ευρώ.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΙΙ

Η σημαντικότερη εξέλιξη που αφορά την αγορά επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλισης το 2016 ήταν αδιαμφισβήτητα η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας για τη Φερεγγυότητα ΙΙ (Οδηγία 2009/138/ΕΚ) με την ψήφιση του ν. 4364/2016. Την ψήφιση του νόμου ακολούθησε η έκδοση 22 Αποφάσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος για την ενσωμάτωση αντίστοιχων Κατευθυντήριων Γραμμών της EIOPA. Εκτός αυτών, η Τράπεζα εξέδωσε ακόμη 6 Αποφάσεις αναφορικά με το καθεστώς των εξαιρούμενων λόγω μεγέθους από ορισμένες διατάξεις του ως άνω νόμου ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τον καθορισμό επιπρόσθετων υποβαλλόμενων πληροφοριών από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, την ετήσια εισφορά των εποπτευόμενων επιχειρήσεων, την ενιαία υποβολή των πληροφοριών για στατιστικούς και εποπτικούς σκοπούς, καθώς και την υποχρέωση ελέγχου των δημοσιευόμενων στοιχείων που περιλαμβάνονται στην ετήσια Έκθεση Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής Κατάστασης (SFCR) από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία.

Η αγορά ιδιωτικής ασφάλισης λειτουργεί πλέον με βάση ένα κοινό και συνεκτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο εποπτείας, με σαφή προσανατολισμό στην αξιολόγηση και διαχείριση κινδύνων. Οι επιχειρήσεις οφείλουν πλέον, με
στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας, να δημοσιοποιούν, με ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου τους, στοιχεία αναφορικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και εφαρμογή της Διαδικασίας Εποπτικής Εξέτασης, δίδοντας έμφαση στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου κινδυνοκεντρικού (riskbased) πλαισίου εποπτείας για τις εποπτευόμενες (αντ)ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Επίσης, στο πλαίσιο της διαφάνειας σχετικά με την εποπτική αξιολόγηση και την εφαρμογή του Εκτελεστικού Κανονισμού 2015/2451 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει δημοσιοποιήσει στο δικτυακό της
τόπο πληροφορίες σχετικά με:
• νομοθετικές, κανονιστικές, διοικητικές διατάξεις και γενικές οδηγίες,
• τη Διαδικασία Εποπτικής Αξιολόγησης,
• τον τρόπο άσκησης από την ελληνική νομοθεσία των επιλογών που περιλαμβάνονται στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ,
• τις αρμοδιότητες και τους στόχους της εποπτείας.

Η Τράπεζα πραγματοποίησε το 2016 εποπτικές δράσεις, οι οποίες περιλάμβαναν και συναντήσεις με στελέχη των εποπτευόμενων επιχειρήσεων βάσει στοχευμένων θεματικών ενοτήτων, όπως ενδεικτικά η αποτίμηση των τεχνικών προβλέψεων ασφάλισης ζωής και κατά ζημιών, ο υπολογισμός της προσαρμογής για τη δυνατότητα της αναβαλλόμενης φορολογίας να απορροφήσει ζημιές, ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης στην υποενότητα κινδύνου ασφαλίσεων ζωής σύμφωνα με την τυπική προσέγγιση, η επενδυτική πολιτική των επιχειρήσεων, η ιδία αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας (ORSA) και ο βαθμός προσαρμογής του συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης και των πληροφοριακών συστημάτων στις απαιτήσεις του νέου πλαισίου.

Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρχή εποπτείας τριών ασφαλιστικών ομίλων με διασυνοριακή δραστηριότητα, συγκρότησε ισάριθμα “κολλέγια” (σώματα) εποπτικών αρχών με τη συμμετοχή των εποπτικών αρχών των κρατών-μελών της ΕΕ στα οποία δραστηριοποιείται ο κάθε όμιλος, με στόχο την αποτελεσματική συνεργασία, ανταλλαγή πληροφοριών και διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών. Επιπροσθέτως, η Τράπεζα συμμετέχει στα κολλέγια εποπτικών αρχών που έχουν δημιουργηθεί από τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ και αφορούν ευρωπαϊκούς ομίλους με παρουσία στην Ελλάδα.

Τέλος, η Τράπεζα έχει εγκρίνει τη χρήση μερικού εσωτερικού υποδείγματος για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας σε μία ασφαλιστική επιχείρηση.

ΑΣΚΗΣΗ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΑΚΡΑΙΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ (STRESS TEST)
Κατά τη διάρκεια του 2016 διενεργήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test), με ημερομηνία αναφοράς την 1.1.2016. Σκοπός της άσκησης ήταν η εκτίμηση της αντοχής των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ακραία σενάρια μεταβολής των παραμέτρων της αγοράς και χαμηλών επιτοκίων και η αναγνώριση των επιπτώσεών τους κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του πλαισίου Φερεγγυότητα ΙΙ. Η
άσκηση διενεργήθηκε σε ατομικό επίπεδο και περιλάμβανε δύο σενάρια: το σενάριο χαμηλών επιτοκίων και ακραίων καταστάσεων στις αγορές (Double-hit) και το σενάριο χαμηλών επιτοκίων (Low-for-Long).

Στην άσκηση συμμετείχαν 8 ασφαλιστικές επιχειρήσεις με δραστηριότητα στην Ελλάδα, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 88% των τεχνικών προβλέψεων ζωής (εξαιρουμένων των τεχνικών προβλέψεων υγείας και των συμβολαίων που συνδέονται με επενδύσεις) σε σύνολο 236 επιχειρήσεων από 30 χώρες.

Συμπερασματικά, η άσκηση επιβεβαίωσε την ευαισθησία του κλάδου και στα δύο παραπάνω σενάρια, με την επισήμανση ότι μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναπτύσσουν ή διατηρούν επιχειρηματικά μοντέλα βασισμένα στην παροχή μακροχρόνιων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων.

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Το μακροοικονομικό περιβάλλον, τα χαμηλά επίπεδα επιτοκίων και η αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων (search for yield) αποτελούν τις βασικές προκλήσεις που θα επηρεάσουν την κερδοφορία και την κεφαλαιακή επάρκεια των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλισης τόσο στην Ελλάδα όσο και γενικότερα στην Ευρώπη, ιδίως δε σε περιπτώσεις επιχειρήσεων οι οποίες οφείλουν να καλύψουν υποχρεώσεις που περιλαμβάνουν υψηλές εγγυήσεις επιτοκίων.

Ως προς τις προοπτικές του κλάδου, η ελληνική αγορά παραμένει σημαντικά υποασφαλισμένη. Ενδεικτικά, στο τέλος του 2015 η ετήσια παραγωγή ασφαλίστρων ανήλθε σε περίπου 2,2% του ΑΕΠ, έναντι περίπου 7,7% κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η ετήσια κατά κεφαλήν ασφαλιστική δαπάνη στην Ελλάδα διαμορφώθηκε περίπου στο 20% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η χαμηλή διείσδυση των ασφαλιστικών προϊόντων στην ελληνική αγορά σε κλάδους μη υποχρεωτικής ασφάλισης (π.χ. ασφαλίσεις πυρός, σεισμού, πλημμύρας) και η αποφυγή ασφάλισης σε κλάδους υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφάλισης (αστική ευθύνη οχημάτων) επιφέρουν απτές συνέπειες, τόσο κοινωνικές (κίνδυνος από ανασφάλιστα οχήματα, μη κάλυψη σε περίπτωση φυσικών καταστροφών) όσο και δημοσιονομικές, στο βαθμό που καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Η ύπαρξη προοπτικών ανάπτυξης για τον ασφαλιστικό κλάδο στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από τις παρατηρούμενες επενδυτικές κινήσεις, στο πλαίσιο των οποίων εντός του 2016 έλαβαν χώρα σημαντικές μεταβολές στη μετοχική σύνθεση τεσσάρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων.