Παρότι η διεθνής αναταραχή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις αγορές, μετά την κατάρρευση της μεσαίας αμερικανικής τράπεζας Sillicon Valley Bank (SVB), αναμένεται ότι θα συνεχίσει να πλήττει και αυτή την εβδομάδα τις τιμές των ευρωπαϊκών (και των ελληνικών) τραπεζικών μετοχών, τραπεζικά στελέχη στην Αθήνα εμφανίζονται καθησυχαστικά για τη σταθερότητα των ελληνικών τραπεζών, υπογραμμίζοντας ότι είναι απίθανο να ενεργοποιηθεί και στην Ελλάδα ένα ντόμινο, όπως αυτό που προκάλεσε την κατάρρευση της SVB μέσα σε λίγα 24ωρα.
Πολλά θα εξαρτηθούν για την εξέλιξη αυτής της αναταραχής από τους χειρισμούς που θα κάνουν οι αμερικανικές εποπτικές αρχές πριν το άνοιγμα των ασιατικών αγορών, αύριο το πρωί. Το ζητούμενο είναι να προστατευθούν οι ανασφάλιστες καταθέσεις στην SVB, που αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος της καταθετικής της βάσης, ώστε να μην υπάρξει τελικά ένα «κούρεμα» στις καταθέσεις, που θα μπορούσε να εντείνει τον πανικό και να προκαλέσει μαζική έξοδο καταθέσεων και από άλλες μικρές και μεσαίες περιφερειακές τράπεζες στις ΗΠΑ (οι μεγάλες, συστημικά σημαντικές, θεωρούνται γενικά ασφαλείς).
Για να προστατευθούν όλες οι καταθέσεις, ο μόνος τρόπος είναι να βρεθεί μέσα στη σημερινή ημέρα ένας αγοραστής της SVB, ο οποίος θα αγοράσει το ενεργητικό και τις καταθέσεις. Πληροφορίες από τις ΗΠΑ αναφέρουν ότι έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον αρκετά hedge funds, αλλά και τραπεζικοί όμιλοι και το μεγαλύτερο πρόβλημα, βεβαίως, είναι το τίμημα της εξαγοράς, καθώς όλοι οι ενδιαφερόμενοι ζητούν εκπτώσεις έναντι της ονομαστικής αξίας των καταθέσεων. Σύμφωνα με το Bloomberg, για να αποτραπεί ένας γενικευμένος πανικός, οι αρχές εξετάζουν τη δημιουργία ενός νέου ταμείου εγγύησης καταθέσεων, το οποίο θα καλύπτει καταθέσεις άνω των 250.000 δολ. ανά καταθέτη και ανά τράπεζα, τις οποίες ασφαλίζει σήμερα η ομοσπονδιακή αρχή FDIC.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα σήμερα δεν είναι συστημικό και δεν θυμίζει την κατάρρευση της Lehman Brothers, μιας τράπεζας με πολύ μεγάλο ενεργητικό, άνω των 600 δισ. και ανοίγματα σε όλη την αγορά. Την Παρασκευή, ενώ κατέρρεαν οι μετοχές αρκετών περιφερειακών τραπεζών, η κορυφαία αμερικανική τράπεζα, JP Morgan ήταν μεταξύ των πλέον κερδισμένων, με άνοδο της μετοχής της κατά 2,5%, σε μια σαφή ένδειξη ότι η αγορά δεν βλέπει απειλές για τις συστημικές τράπεζες, οι οποίες μάλιστα θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη θέση τους, εξαγοράζοντας μικρότερες.
Η αναταραχή στις τράπεζες ΗΠΑ και Ευρώπης, που προκάλεσε μέσα σε δύο ημέρες απώλειες χρηματιστηριακής αξίας τραπεζών άνω των 100 δισ. στις ΗΠΑ και 50 δισ. στην Ευρώπη προκλήθηκε από μια τράπεζα με μοναδικό επιχειρηματικό μοντέλο, που δεν μπορεί να συγκριθεί με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες. Η SVB ήταν η τράπεζα των νεοφυών επιχειρήσεων τεχνολογίας στην Καλιφόρνια και η κατάρρευση της αποδίδεται στο γεγονός ότι η μεγάλη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων «λύγισε» τον ισολογισμό της.
Η SVB αντλούσε καταθέσεις από νεοφυείς τεχνολογικές εταιρείες, που λάμβαναν χρηματοδότηση από εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου (Venture Capital). Αυτές οι καταθέσεις δεν χρηματοδοτούσαν μόνο νέα δάνεια σε startups, αλλά σε μεγάλο ποσοστό είχαν τοποθετηθεί σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Όταν «στέγνωσε» η χρηματοδότηση των startups από venture capital, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και των φόβων για ύφεση, άρχισαν οι τεχνολογικές εταιρείες να αποσύρουν καταθέσεις από την SVB. Η τράπεζα, προκειμένου να καλύψει τις εκροές πούλησε ομόλογα αξίας 21 δισ. δολ. με ζημιά της τάξεως των 2 δισ. δολ., με αποτέλεσμα να χρειασθεί ενίσχυση κεφαλαίου, χωρίς όμως να καταφέρει να προσελκύσει επενδυτές σε μια αύξηση με διάθεση νέων μετοχών.
Ουσιαστικά, όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη, η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων «χτύπησε» πολύπλευρα τον ισολογισμό της SVB, καθώς έμμεσα προκάλεσε εκροή καταθέσεων, αλλά και βαριές ζημιές από τη ρευστοποίηση κρατικών ομολόγων, σε τιμές πολύ χαμηλότερες από το κόστος κτήσης, καθώς και πάλι η αύξηση των επιτοκίων μειώνει τις τιμές και την αξία των ομολόγων. Η τράπεζα ήταν εξαιρετικά ευάλωτη επειδή είχε πολύ μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης των καταθέσεών της από εταιρείες και μάλιστα εταιρείες υψηλού κινδύνου, σε αντίθεση με τις περισσότερες τράπεζες που αντλούν καταθέσεις από νοικοκυριά και ένα ευρύτερο φάσμα εταιρειών.
Τραπεζικές πηγές αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής σε όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ και στις τραπεζικές εξελίξεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα: τα αυξημένα επιτόκια της ΕΚΤ έχουν μειώσει σημαντικά και στην Ευρώπη τις τιμές των ομολόγων που έχουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους. Οι αρνητικές αυτές υπεραξίες δεν περνούν σε μεγάλο βαθμό στα οικονομικά αποτελέσματα για να επηρεάσουν την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών, καθώς οι τράπεζες κρατούν τα ομόλογα σε μεγάλο βαθμό εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, ώστε να μη χρειάζεται να αποτιμώνται με βάση τις τρέχουσες τιμές, ενώ αποφεύγουν πωλήσεις τίτλων, οι οποίες θα οδηγούσαν στην εγγραφή ζημιών.
Προβλήματα αντίστοιχα με αυτά που εμφάνισε η SVB θα παρουσιάζονταν μόνο στο ακραίο σενάριο (μάλλον απίθανο για την Ευρώπη) της μαζικής φυγής καταθέσεων, που θα υποχρέωνε τις τράπεζες να πουλήσουν ομόλογα για να αντλήσουν ρευστότητα. Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες, φαίνεται ότι είναι προστατευμένες έναντι τέτοιων ακραίων σεναρίων, όχι μόνο γιατί οι καταθέσεις διατηρούν σταθερή ανοδική πορεία και δεν φαίνεται να υπάρχουν προβλήματα εμπιστοσύνης των καταθετών, αλλά κυρίως επειδή διαθέτουν, σε αντίθεση με το παρελθόν, εξαιρετικά υψηλούς δείκτες ρευστότητας, που τους δίνουν αρκετά σημαντικά περιθώρια εκροής καταθέσεων, πριν φθάσουν στο σημείο να αντλήσουν ρευστότητα με πωλήσεις ομολόγων.
Με αυτά τα δεδομένα, παρότι θεωρείται βέβαιο ότι θα συνεχισθεί η πίεση στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών τις επόμενες ημέρες, πρόβλημα ουσίας για τις τράπεζες δεν αναμένεται να παρουσιασθεί. Αντίθετα, θα συνεχίσουν (σειρά έχουν τώρα η Alpha και η Εθνική) να παρουσιάζουν τα πολύ ικανοποιητικά οικονομικά αποτελέσματα του 2022 και τις προβλέψεις τους για το 2023, που, όπως φαίνεται από τις μέχρι στιγμής ανακοινώσεις της Πειραιώς και τις Eurobank, θα είναι μια ακόμη καλή χρονιά για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.