Δύο όψεις έχει η συμφωνία του υπουργείου Οικονομικών με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις των τραπεζών: από τη μια, η ΕΚΤ «άναψε πράσινο» σε μια αλλαγή που θα αποτρέψει τον κίνδυνο κρατικοποίησης των τραπεζών, όσο θα μειώνουν τα «κόκκινα» δάνεια, με τιτλοποιήσεις ύψους 32 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, όμως, η ξεκαθαρίζει ότι θα πρέπει να βρεθεί μια μόνιμη λύση στο ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου, για να μην βρεθούν οι ελληνικές τράπεζες για μια μεγάλη χρονική περίοδο με μια κεφαλαιακή βάση που θα αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από DTC (αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις).
Η γνωμοδότηση της ΕΚΤ, που εγκρίθηκε χθες από το διοικητικό συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας και δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη, κάνει δεκτή την πρόταση της κυβέρνησης, που προβλέπει ότι, εάν σε μια χρήση μια τράπεζα έχει ζημιές, τότε δεν θα είναι υποχρεωμένη να εκδώσει μετοχές υπέρ του Δημοσίου για να συμψηφισθεί ο αναβαλλόμενος φόρος, κάτι που θα προκαλούσε μεγάλο πλήγμα στους ιδιώτες μετόχους. Θα έχει τη δυνατότητα, να συμψηφίσει τον αναβαλλόμενο φόρο με τα κέρδη μιας άλλης χρήσης, μέσα στην περίοδο της 20ετίας που είναι ο χρόνος ζωής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, αποφεύγοντας έτσι την κρατικοποίηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΕΚΤ στη γνωμοδότησή της θα εξηγεί γιατί έκανε δεκτή αυτή τη διευθέτηση, που έχει έντονα στοιχεία δημιουργικού λογιστικού χειρισμού, σημειώνοντας ότι αυτό που αποτελεί προτεραιότητα τώρα είναι η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ δεν θέλει να ρισκάρει το «πάγωμα» των μεγάλων τιτλοποιήσεων, ύψους 32 δισ. ευρώ, που έχει προγραμματισθεί να γίνουν με τον δεύτερο κύκλο του σχεδίου «Ηρακλής», επειδή οι τράπεζες θα φοβούνται ότι οι αναπόφευκτες ζημιές από τις τιτλοποιήσεις θα τις οδηγήσουν σε κάποια μορφή κρατικοποίησης και επειδή ακριβώς αυτός ο φόβος της κρατικοποίησης δεν θα επιτρέπει στις τράπεζες να προσελκύσουν κεφάλαια ιδιωτών επενδυτών.
Όμως, η ΕΚΤ θα ξεκαθαρίσει στη γνωμοδότηση ότι αυτή η διευθέτηση δεν λύνει το πρόβλημα με τον αναβαλλόμενο φόρο. Αντίθετα, το πρόβλημα, όπως αυτό εξετάζεται από την άποψη της εποπτικής αρχής, θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια. Καθώς οι τράπεζες θα «καίνε» μέρος των «κανονικών» κεφαλαίων που έχουν στους ισολογισμούς τους, για να καλύπτουν τις ζημιές των τιτλοποιήσεων, το ποσοστό συμμετοχής των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στα κεφάλαια θα αυξάνεται όλο και περισσότερο. Με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία για το 2020, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες είχαν πρωτοβάθμια κεφάλαια ύψους 25,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 14,8 δισ. ευρώ (ποσοστό 59%) ήταν το DTC. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί σημαντικά όσο θα διαρκεί η εκκαθάριση των ισολογισμών.
Η ΕΚΤ θα δείξει ανοχή όσο θα διαρκούν οι τιτλοποιήσεις στους λογιστικούς χειρισμούς για το DTC, όμως ταυτόχρονα ζητεί από τις ελληνικές αρχές να βρουν μονιμότερες λύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η ορθόδοξη μόνιμη λύση θα ήταν να προχωρήσουν σταδιακά οι τράπεζες σε αυξήσεις κεφαλαίου, ώστε η κεφαλαιακή βάση τους να ενισχυθεί με «κανονικά» κεφάλαια και να αποτρέψουν την κυριαρχία του DTC. Επίσης, στο βαθμό που θα καταφέρουν να περάσουν σε κερδοφορία, να βελτιώσουν και από αυτή την πλευρά τη σύνθεση της κεφαλαιακής τους βάσης.
Αν χρειασθεί, όμως, μια συστημική λύση για το πρόβλημα, υπάρχει πάντα «στο ράφι» η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για την ίδρυση εταιρείας διαχείρισης ενεργητικού. Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο Γ. Στουρνάρας ξεκαθάρισε ότι αυτή η πρόταση δεν έχει ακυρωθεί οριστικά. «Προτείναμε μία λύση», είπε, «που όλοι ανεξαιρέτως οι διεθνείς οργανισμοί θεωρούν ότι είναι το πιο αποτελεσματικό μέτρο για να εκκαθαρίσει τα κόκκινα δάνεια. Και κυρίως να λύσει και το άλλο πρόβλημα, που είναι ένα δίδυμο πρόβλημα στην Ελλάδα, το οποίο δεν έχουν οι άλλες χώρες στον ίδιο βαθμό με εμάς, την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Δεν είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση δεν έχει υιοθετήσει την πρόταση, θα έλεγα ότι δεν την έχει υιοθετήσει ακόμα. Ας είμαστε όμως προσεκτικοί. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι εδώ για να βοηθήσει, η λύση αυτή υπάρχει. Εάν χρειαστεί, εδώ είμαστε να βοηθήσουμε να εφαρμοστεί».