Παρά τις υποσχέσεις για στήριξη της οικονομίας με νέα δάνεια για να επιταχυνθεί η ανάκαμψη μετά την πανδημία, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι τράπεζες προτιμούν τα κέρδη εκ του ασφαλούς, χορηγώντας τεράστια ποσά ρευστότητας στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ βάζουν σε... διαίτα τον επιχειρηματικό τομέα, μειώνοντας τις ροές χρηματοδότησης.
Τα νεότερα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τη χρηματοδότηση της εγχώριας οικονομίας αποκαλύπτουν ότι τον Απρίλιο όχι μόνο συνεχίσθηκε, αλλά ξεπέρασε κάθε όριο η πρακτική των τραπεζών να αξιοποιούν την πρωτοφανή ρευστότητα που έχουν πάρει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αρνητικά επιτόκια, αλλά και τις σημαντικά αυξημένες καταθέσεις με επιτόκια κοντά στο μηδέν, για να αποκομίζουν κέρδη εκ του ασφαλούς, δανείζοντας το Δημόσιο και όχι τις επιχειρήσεις.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι μετά την εκρηκτική αύξηση των χορηγήσεων προς το Δημόσιο τον Μάρτιο, όταν οι τράπεζες χορήγησαν σχεδόν 3,6 δισ. ευρώ, τον Απρίλιο τα δάνεια προς το Δημόσιο ξεπέρασαν τα 5 δισ. ευρώ. Δηλαδή, μέσα σε μόλις δύο μήνες, οι τράπεζες χορήγησαν στο Δημόσιο νέα δάνεια της τάξεως των 8,6 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για δάνεια που αποφέρουν σίγουρο κέρδος στις τράπεζες, θυμίζοντας την εποχή που ο Α. Παπανδρέου μιλούσε για «ραντιέρηδες», όταν τράπεζες και ιδιώτες επενδυτές αποκόμιζαν σίγουρα και μεγάλα κέρδη από τα εξαιρετικά υψηλά επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου.
Σήμερα τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου μπορεί να έχουν μειωθεί κοντά στο μηδέν, αλλά εξίσου έχει μειωθεί και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η ΕΚΤ άρχισε να παρέχει ρευστότητα μακροχρόνιας διάρκειας με αρνητικό επιτόκιο για να στηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία εν μέσω της πανδημίας. Έτσι, η καθαρή απόδοση για τις τράπεζες των δανείων προς το Δημόσιο είναι ικανοποιητική για τα δεδομένα της εποχής, ενώ -το σπουδαιότερο- αυτός ο δανεισμός παρέχεται με σχεδόν μηδενικό πιστωτικό κίνδυνο.
Η πολιτική των τραπεζών να προσπαθούν να αποκομίζουν κέρδη με το μικρότερο δυνατό κίνδυνο γίνεται εμφανής και από μια ματιά στις ροές των χρηματοδοτήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα γενικά και, ειδικότερα, προς τις επιχειρήσεις και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Τον Απρίλιο, παρατηρήθηκε ένα σοβαρό... πισωγύρισμα στις χορηγήσεις δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς καταγράφονται αρκετά υψηλές αρνητικές ροές, δηλαδή τα νέα δάνεια που χορηγήθηκαν ήταν λιγότερα από τα ποσά που έλαβαν οι τράπεζες για αποπληρωμή παλαιών δανείων.
Ειδικότερα,
- Στον ιδιωτικό τομέα συνολικά καταγράφονται αρνητικές ροές δανείων ύψους 787 εκατ. ευρώ. Έτσι, εξανεμίσθηκε η προόδος που είχε γίνει τους δύο προηγούμενους μήνες, Φεβρουάριο και Μάρτιο, καθώς συνολικά αυτούς του δύο μήνες είχαν χορηγηθεί νέα δάνεια 686 εκατ. ευρώ.
- Αρνητικές ήταν οι ροές δανείων συνολικά στον επιχειρηματικό τομέα, κατά 657 εκατ. ευρώ. Ακόμη χειρότερα, προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, που αποτελούν την παραγωγική «καρδιά» της οικονομίας, οι ροές των χορηγήσεων ήταν αρνητικές κατά 894 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα να «σβήσουν» τις θετικές ροές των δύο προηγούμενων μηνών, που είχαν φθάσει τα 734 εκατ. ευρώ.
Κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων του α' τριμήνου, οι διοικήσεις των συστημικών τόνισαν ιδιαίτερα τις νέες χορηγήσεις δανείων που έγιναν αυτή την περίοδο, ενώ έδωσαν έμφαση στην εκρηκτική αύξηση των χορηγήσεων για επενδύσεις, που αναμένεται στο πλαίσιο της αξιοποίησης των δανείων μηδενικού επιτοκίου από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Όμως, προς το παρόν, καθώς έχουν τελειώσει και τα προγράμματα που ενεργοποίησε το Δημόσιο για στήριξη των επιχειρήσεων εν μέσω πανδημίας (επιδοτήσεις επιτοκίου, κρατικές εγγυήσεις), ενώ πλέον δίνεται έμφαση στην αποτροπή νέων καθυστερήσεων σε δάνεια που είχαν περάσει σε αναστολή, φαίνεται ότι οι τράπεζες κλείνουν προς το παρόν τις στρόφιγγες του δανεισμού του επιχειρηματικού τομέα και στρέφονται στα ασφαλή κέρδη από τα δάνεια στο Δημόσιο.
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
(Υπόλοιπα και καθαρές ροές σε εκατ. ευρώ)