Η επιχείρηση… καθαρισμού των τραπεζών από τα πιο προβληματικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού αρχίζει επίσημα την Πέμπτη, με τη δημοσιοποίηση του σχεδίου της Τράπεζας της Ελλάδος, και με στόχο να είναι έτοιμες οι τράπεζες στις αρχές του 2019, όταν θα ορισθούν οι κεφαλαιακές τους ανάγκες από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ, να επιστρέψουν στις αγορές με εκδόσεις υβριδικών ομολόγων.
Το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, αλλκά και το σχέδιο που έχει αναλάβει να επεξεργασθεί η JP Morgan για λογαριασμό του υπουργείου Οικονομικών (παροχή εγγυήσεων από το Δημόσιο με βάση το ιταλικό μοντέλο), έχουν αναθερμάνει τις ελπίδες για γρήγορη εξυγίανση των τραπεζών, ώστε να αποφευχθεί το χειρότερο σενάριο: δηλαδή, να ανακοινωθούν τον Ιανουάριο οι κεφαλαιακές ανάγκες για το 2019 από τον SSM και οι ελληνικές τράπεζες να μην είναι σε θέση να προσφύγουν σε εκδόσεις τίτλων για να τις καλύψουν, επειδή θα παραμένουν αποκλεισμένες από τις αγορές.
Η πρόταση της Τράπεζα της Ελλάδος αναμένεται να παρουσιασθεί την Πέμπτη, με τη δημοσίευση της τακτικής έκθεσης για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά έχει ήδη δημιουργήσει προσδοκίες για γρήγορο «καθάρισμα» των τραπεζικών ισολογισμών, καθώς αντιμετωπίζει τα προβλήματα που υπάρχουν και στις δύο πλευρές των τραπεζικών ισολογισμών: στο ενεργητικό, τα προβληματικά δάνεια, στο παθητικό, οι αναβαλλόμενοι φόροι που αποτελούν τον κύριο όγκο των ίδιων κεφαλαίων, χωρίς να είναι, όμως, πραγματικά κεφάλαια.
Οι τράπεζες θα μεταφέρουν το ήμισυ αυτών των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού σε ένα όχημα ειδικού σκοπού (SPV), το οποίο θα έχει ως κεφάλαιο τις Αναβαλλόμενες Φορολογικές Πιστώσεις (Deferred Tax Credits - DTC) και ως ενεργητικό προβληματικά δάνεια. Έτσι, δάνεια ονομαστικής αξίας άνω των 40 δισ. ευρώ, δηλαδή τα μισά προβληματικά δάνεια, θα τεθούν εκτός τραπεζικών ισολογισμών και, μαζί τους, θα φύγουν και τα μισά DTC.
To SPV θα εκδώσει τρεις σειρές ομολόγων (υψηλής διαβάθμισης, μεσαίας και χαμηλής) για να χρηματοδοτηθεί. Στην πραγματικότητα, κεφάλαια θα αντλήσει μόνο από τις δύο υψηλής ποιότητας εκδόσεις, που θα μπορούσαν να προσελκύσουν ενδιαφέρον των επενδυτών, ενώ τα ομόλογα της χαμηλής κατηγορίας, που ουσιαστικά θα έχουν ασήμαντη αξία, θα τα πάρουν οι ίδιες οι τράπεζες.
Απενεργοποιούνται δύο "βόμβες"
Μέσα από αυτή τη σύνθετη διαδικασία, απενεργοποιούνται ταυτόχρονα δύο «βόμβες», που έκαναν ως τώρα τους επενδυτές αρνητικούς έναντι των τραπεζών, με αποτέλεσμα να βρίσκονται μπροστά σε ανάγκες άντλησης νέων κεφαλαίων, χωρίς να μπορούν να προσεγγίσουν τις αγορές για να πουλήσουν υβριδικά ομόλογα, δηλαδή τίτλους που δεν προκαλέσουν ζημία στους σημερινούς μετόχους.
- Η πρώτη «βόμβα», βεβαίως, είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που εκφράζονται φόβοι ότι, εάν επιχειρηθεί να μειωθούν πολύ γρήγορα με κύριο εργαλείο την πώληση σε funds θα φέρουν στις τράπεζες μεγάλες και δύσκολα προβλέψιμες ζημιές.
- Η δεύτερη είναι τα DTC: αν οι τράπεζες εμφανίσουν ζημιές, είναι υποχρεωμένες, σύμφωνα με το νόμο, να εκδίδουν μετοχές υπέρ του Δημοσίου, κάτι που σημαίνει ότι θα αραιώνει αντίστοιχα η συμμετοχή των ιδιωτών μετόχων. Επιπλέον, έχει γίνει σαφές ότι οι τράπεζες δεν θα έχουν όση κερδοφορία χρειάζεται για να εισπράξουν στο σύνολό τους τις επιστροφές φόρων, οι οποίες αντιστοιχούν στα κεφάλαια που έχουν εγγράψει στους ισολογισμούς με βάση αυτή τη μέθοδο.
Με το σχέδιο που έχει εκπονήσει η ΤτΕ, οι τράπεζες θα μπορέσουν να εμφανίσουν στους επενδυτές ισολογισμούς που θα εκπληρώνουν το στόχο για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων τρία χρόνια νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Θα έχουν λιγότερα κεφάλαια μεν, ως απόλυτο μέγεθος, αλλά όχι και πολύ μειωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, αφού θα έχουν μειώσει δραστικά και τα σταθμισμένα σύμφωνα με τον κίνδυνο στοιχεία του ενεργητικού.
Με άλλα λόγια, θα μπορούν να θεωρηθούν από την αγορά ως επενδύσιμες, ώστε να προχωρήσουν σε σημαντικές εκδόσεις υβριδικών ομολόγων (δάνεια που αθροίζονται στο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας) και να αρχίσουν να επανέρχονται στην κανονικότητα.
Αλλαγή κλίματος
Όπως τονίζει ο Μάνος Χατζηδάκης, επικεφαλής αναλυτής της Beta, «το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνεται να έχει πιθανότητες να αποτελέσει την βάση για την αλλαγή του κλίματος στις τράπεζες. Οι ανησυχίες της Αγοράς ως προς την επίτευξη των στόχων μείωσης των NPE’s μπορούν να περιοριστούν ή ακόμα και να ανασταλούν αφού με μία κίνηση επιδιώκεται τα μεγέθη των κόκκινων δανείων να έρθουν στα επιθυμητά επίπεδα των στόχων του 2021.
Η αρνητική επίδραση στα κεφάλαια των τραπεζών (200 - 300 μονάδες βάσης στο βασικό σενάριο ή 3-5 δις ευρώ σε κεφάλαια) είναι εντός των δυνατότητων αναπλήρωσης σε μια μελλοντική έξοδο στις αγορές και σίγουρα πολύ πιο διαχειρίσιμη από το «μαρτύριο της σταγόνας» όπως εξελίσσονται οι πωλήσεις των προβληματικών χαρτοφυλακίων.
Οι τράπεζες στην συνέχεια θα δείξουν πιο καθαρούς ισολογισμούς, θα αφιερώσουν περισσότερους πόρους στο παραδοσιακό τραπεζικό αντικείμενο και θα αναζητήσουν κεφάλαια τα οποία θα χρηματοδοτήσουν την οικονομία –και την οργανική τους κερδοφορία- και λιγότερο για να κλείσουν τρύπες ή να αγοράσουν «χρόνο».
Τεχνικά, η πολυπλοκότητα του σχεδίου φαίνεται να εξασφαλίζει τις νομικές προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να μην θεωρηθεί έμμεση κρατική ενίσχυση προς τις τράπεζες ή αύξηση του χρέους.
Η πρώτη εντύπωση από την παρουσίαση του σχεδίου στις διοικήσεις των τραπεζών ήταν θετική και υποστηρικτική για την επιστροφή του συστήματος σε συνθήκες κανονικότητας. Μένει να φανεί επομένως στις 22 Νοεμβρίου, όταν και θα υπάρξει επίσημη δημοσίευση του σχεδίου στο ευρύ κοινό, ο τρόπος με τον οποίο θα εκτελεστεί η συναλλαγή, τα επιμέρους ρίσκα και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της».