«Ξεφουσκώνει» η αισιοδοξία που είχε δημιουργήσει στα τέλη του προηγούμενου χρόνου η προώθηση του σχεδίου «Ηρακλής» για τα «κόκκινα» δάνεια, καθώς οι ελληνικές τράπεζες επιταχύνουν δραστικά τις προσπάθειες για τιτλοποιήσεις, συνολικού ύψους 33 δισ. ευρώ μέσα στη φετινή χρονιά και οι ξένοι αναλυτές αρχίζουν να στρέφονται στα ρίσκα εκτέλεσης του φιλόδοξου προγράμματος εξυγίανσης των ισολογισμών και να αμφισβητούν την επίτευξη των πολύ φιλόδοξων στόχων που έχουν τεθεί.
Το γενικότερο «σφίξιμο» στο πλαίσιο εποπτείας των τραπεζών της ευρωζώνης, που υποχρεώνει τις ελληνικές τράπεζες να κάνουν... παγκόσμιο ρεκόρ μείωσης προβληματικών ανοιγμάτων, έχει αποφασισθεί από τα τέλη του περασμένου χρόνου, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs στην τελευταία της ανάλυση για τις ελληνικές τράπεζες, και ήταν αποτέλεσμα της παρέμβασης του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας.
Σε σχετικό non paper για την τραπεζική ένωση στην ευρωζώνη, το γερμανικό ΥΠΟΙΚ είχε θέσει ως όρο για να δεχθεί τη συζήτηση της κοινής εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων, να μειωθούν κάτω από το 5% οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων σε όλες τις χώρες ως το τέλος του 2022. Όπως επισήμανε ο οίκος, υπάρχει σοβαρή αμφιβολία αν οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να εκπληρώσουν αυτό το στόχο, ενώ ακόμη και αν τον πετύχουν, στην πραγματικότητα... δεν θα τον έχουν επιτύχει.
Το σκεπτικό αυτό εξηγείται ως εξής από την Goldman: οι τράπεζες, στην πορεία για τη μείωση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, θα αποκτήσουν μέσω πλειστηριασμών πολλά ακίνητα. Η αξία αυτών των ακινήτων θα πρέπει να προστεθεί στο ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, για να σχηματισθεί ένας ευρύς δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, που είναι πιο αντιπροσωπευτικός της πραγματικής κατάστασης των τραπεζικών ισολογισμών. Η Goldman εκτιμά ότι αυτός ο δείκτης, ακόμη και αν υλοποιηθούν τα σχέδια των τραπεζών, θα είναι στο τέλος του 2022 υψηλότερος από 10%.
Η «κληρονομιά» προβληματικών δανείων στην Ελλάδα, όπως σημειώνει ο οίκος, είναι πολλαπλάσια από την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ιρλανδία και συγκρίνεται μόνο με την Κύπρο. Οι μακροοικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα δεν είναι, στην παρούσα φάση, πολύ καλύτερες από άλλων, συγκρίσιμων χωρών, όταν αυτές υλοποίησαν προγράμματα μείωσης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα σχέδια των ελληνικών τραπεζών είναι πιο φιλόδοξα από άλλων χωρών.
Η αγορά υποτιμά τις δυσκολίες αυτές και δεν τιμολογούνται σωστά στις μετοχές, προειδοποιεί η Goldman. Οι ελληνικές τραπεζικές μετοχές έχουν αυξηθεί κατά 118% από την 1η Ιανουρίου 2019, έναντι αύξησης 5% στο χώρο της ευρωζώνης, με την Τρ. Πειραιώς να έχει την υψηλότερη απόδοση (274%) και τις άλλες τρεις τράπεζες να ακολουθούν. Αυτό οφείλεται στις αυξημένες προσδοκίες οικονομικής ανάκαμψης, στην αυξημένη ζήτηση για «κόκκινα» δάνεια στη δευτερογενή αγορά, αλλά και για ακίνητα, λόγω των χαμηλών επιτοκίων στην ευρωζώνη και στις προσδοκίες μιας συστημικής λύσης μεγάλης κλίμακας για τα NPE, ιδιαίτερα μετά το deal για το μετασχηματισμό της Eurobank.
Όμως, εκτιμάται ότι ήδη οι τραπεζικές μετοχές διαπραγματεύονται σαν να είχαν μειώσει τα «κόκκινα» δάνεια στο επίπεδο των στόχων για το 2021, κάτι που σημαίνει ότι η αγορά δεν περιμένει ότι θα υπάρξουν ρίσκα εκτέλεσης στην προσπάθεια για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι που σύμφωνα με την G.S. δεν ισχύει.
Οι επενδυτικοί οίκοι, με πρώτη την Goldman Sachs, εκτιμούν ότι χρειάζονται και άλλα μέτρα για να διασφαλισθεί ότι οι τράπεζες θα πιάσουν τους στόχους για τα NPE χωρίς να χρειασθούν νέα κεφάλαια. Για παράδειγμα, κρίνεται σκόπιμη η εφαρμογή πρόσθετων συστημικών λύσεων, όπως αυτή που έχει προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία εκτός από τα «κόκκινα» δάνεια θα μείωνε και τη συμμετοχή αναβαλλόμενων φόρων στα κεφάλαια των τραπεζών, βελτιώνοντας την ποιότητα των κεφαλαίων και μειώνοντας το ρίσκο έκδοσης μετοχών υπέρ του Δημοσίου.