Την πρακτική των τραπεζών, εν μέσω κρίσης, να «παρκάρουν» τη ρευστότητά τους σε κρατικούς τίτλους και να αντλούν κέρδη εκ του ασφαλούς σαν να ήταν... εισοδηματίες, ενώ δίνουν με το... σταγονόμετρο τα δάνεια στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επιβεβαιώνουν και τα νέα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από τα οποία συνάγεται ότι, από την αρχή του έτους, η αύξηση χρηματοδοτήσεων προς το Δημόσιο (γενική κυβέρνηση) αυξήθηκε θεαματικά, κατά 21,7 δισ. ευρώ, ενώ το υπόλοιπο των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα μειώθηκε περίπου κατά 7 δισ. ευρώ.
Η πρακτική των τραπεζών να κερδίζουν εκ του ασφαλούς, ανακυκλώνοντας ρευστότητα σε κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια, παρέχοντας συγκριτικά πολύ μικρότερη χρηματοδότηση στην πραγματική οικονομία, έχει προκαλέσει δυσφορία και στη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε πρόσφατη συζήτηση που οργάνωσε το ΙΟΒΕ με τη συμμετοχή των επικεφαλής της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας, ο Γιάννης Στουρνάρας επισήμανε ότι οι τράπεζες έχουν λάβει σχεδόν 40 δισ. ευρώ με αρνητικό επιτόκιο, αλλά τα υπόλοιπα των δανείων στον ιδιωτικό τομέα δεν αυξάνονται.
Αυτές οι επισημάνσεις επιβεβαιώνονται από τα νεότερα στοιχεία της ΤτΕ για τη χρηματοδότηση της οικονομίας τον Νοέμβριο (βλ. πίνακα), που δείχνουν ότι η καταγραφόμενη μεγάλη αύξηση της χρηματοδότησης στο σύνολο της οικονομίας, κατά 12,5% σε 12μηνη βάση, είναι μια «μαγική εικόνα», καθώς ο μεν ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης προς τη γενική κυβέρνηση αυξάνεται με τον εκπληκτικό 12μηνο ρυθμό του 63,2%, ενώ προς τον ιδιωτικό τομέα το αντίστοιχο ποσοστό αύξησης είναι μόλις 2,3%.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική της στρατηγικής των τραπεζών για επίτευξη κερδών με μηδενικό κίνδυνο είναι η σύγκριση με τα στοιχεία του τέλους 2019, όταν ακόμη δεν είχε ξεσπάσει η πανδημία, ούτε είχε θέσει η ΕΚΤ (αυτό έγινε από τα τέλη Μαρτίου) σε ισχύ τα έκτακτα μέτρα της, δηλαδή για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων για αναχρηματοδότηση, τη συμμετοχή των ελληνικών τίτλων στο πρόγραμμα QE για την πανδημία και την παροχή δανείων αρνητικού επιτοκίου στις τράπεζες, τα οποία είχαν φθάσει στα 40 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021.
Το συνολικό υπόλοιπο της χρηματοδότησης από τα τέλη Δεκεμβρίου 2019 έως τα τέλη Νοεμβρίου 2020 αυξήθηκε από τα 185 στα 199,7 δισ. ευρώ. Όμως,αυτή η αύξηση χρηματοδότησης αποδίδεται καθαρά στην αύξηση της χρηματοδότησης του Δημοσίου, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι αυξήθηκε από τα 30,8 στα 52,5 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν κατά 22 δισ. ευρώ, ενώ προς τον ιδιωτικό τομέα το υπόλοιπο των χρηματοδοτήσεων συρρικνώθηκε κατά 7 δισ. ευρώ, από τα 154,2 στα 147,2 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το υπόλοιπο εμφανίζεται μειωμένο παρότι η καθαρή ροή δανείων αυτή την περίοδο ήταν θετική, κάτι που εξηγείται από το γεγονός ότι οι τράπεζες «έδιωξαν» από τα χαρτοφυλάκιά τους μεγάλα ποσά προβληματικών δανείων με τιτλοποιήσεις και πωλήσεις.
Η χρηματοδότηση της οικονομίας
Πώς έγιναν οι τράπεζες... εισοδηματίες
Όπως έχει γράψει το Σin, οι μεγάλες τοποθετήσεις κεφαλαίων από τις τράπεζες σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια συνδέονται με το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν μετατρέψει σε επιδότηση της κερδοφορίας τους τα τεράστια ποσά δανείων με αρνητικό επιτόκιο που λαμβάνουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και προορίζονταν να διευκολύνουν την αύξηση της χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών στη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού.
Τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (λογιστική κατάσταση Νοεμβρίου 2020) δείχνουν ότι η πρωτοφανούς ύψους ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ που φθάνει στις ελληνικές τράπεζες έχει ξεπεράσει και τα 39 δισ. ευρώ. Μάλιστα, δεν υπάρχει πλέον άλλο εργαλείο χρηματοδότησης από την ΕΚΤ που χρησιμοποιούν οι ελληνικές τράπεζες, καθώς όλη η ρευστότητα που λαμβάνουν προέρχεται από το ειδικό πρόγραμμα μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης με αρνητικό επιτόκιο για την περίοδο της πανδημίας (PELTRO).
Επιπλέον, τα οφέλη από αυτό το ειδικό πρόγραμμα δεν θα εξαντληθούν γρήγορα, αφού η ΕΚΤ αποφάσισε πρόσφατα να το επεκτείνει και το 2021. Όπως ανακοινώθηκε, «το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να προσφέρει τέσσερις πρόσθετες έκτακτες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης λόγω πανδημίας το 2021, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να αποτελούν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ενίσχυσης ρευστότητας».
Για να φθάσουν οι τράπεζες στην... πηγή του κέρδους, δηλαδή να πάρουν την επιδότηση με μορφή αρνητικού επιτοκίου (-1%), η ΕΚΤ δεν απαιτεί πολλά, όσον αφορά τη χορήγηση δανείων στην οικονομία. Είναι αρκετό να διατηρούν ως τον Δεκέμβριο του 2021 στο... μηδέν το ρυθμό αύξησης των χαρτοφυλακίων δανείων. Δηλαδή, το μόνο που υποχρεούνται να κάνουν οι τράπεζες είναι να μη μειώσουν τα δάνεια. Αν το κάνουν, η ΕΚΤ τις επιδοτεί με 1% για τα δάνεια που λαμβάνουν με το έκτακτο πρόγραμμα.
Αν και συνολικά στην ευρωζώνη η ΕΚΤ έχει διαπιστώσει ότι οι τράπεζες λαμβάνουν αυτή τη ρευστότητα με βασικό κίνητρο την αύξηση της κερδοφορίας και όχι τη χορήγηση δανείων, στην Ελλάδα το πρόβλημα έχει ξεπεράσει κάθε όριο, αφού οι τράπεζες χορηγούν νέα δάνεια με το «σταγονόμετρο» και χρησιμοποιούν τη ρευστότητα σχεδόν αποκλειστικά για να τονώσουν την «αναιμική» κερδοφορία τους.
Πού κατευθύνονται, όμως, όλα αυτά τα ποσά ρευστότητας που φθάνουν στην Ελλάδα από την Φρανκφούρτη; Οι τράπεζες επιλέγουν τις τοποθετήσεις μηδενικού κινδύνου, Όπως έχει γράψει το Σin από τον Αύγουστο, οι τράπεζες κατευθύνουν τη ρευστότητα κυρίως σε κρατικά ομόλογα, ενώ μεγάλο μέρος της απλώς το ανακυκλώνουν στην ίδια την ΕΚΤ, δηλαδή «παρκάρουν» τα κεφάλαια στο μηχανισμό αποδοχής καταθέσεων και παίρνουν τη διαφορά ανάμεσα στο αρνητικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων και στο... ακόμη πιο αρνητικό επιτόκιο του PELTRO.
Σημαντικό μέρος της ρευστότητας ενισχύει έμμεσα την κερδοφορία τους, εν μέρει και εις βάρος των καταθετών: από τη μια, αποπλήρωσαν ακριβότερες πηγές δανεισμού από τη διατραπεζική αγορά. Από την άλλη, η εισροή τεράστιας ρευστότητας με αρνητικό επιτόκιο επιτρέπει στις τράπεζες να μην έχουν ανάγκη τις καταθέσεις και να κρατούν ουσιαστικά στο μηδέν τα επιτόκια, ενισχύοντας και από αυτή την πλευρά τα καθαρά έσοδα τόκων.