Χαρακτηριστικά μεγάλου οικονομικού και επιχειρηματικού σκανδάλου αποκτά η επιχειρούμενη πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής, η οποία “έχει περάσει από 40 κύματα” και επισπεύδεται τώρα σε συνθήκες κρίσης, που καθιστούν ανέφικτη την επίτευξη ικανοποιητικού τιμήματος.
Με τίμημα μικρότερο και από το ήμισυ των ιδίων κεφαλαίων της η κορυφαία ελληνική εταιρεία ασφαλειών πρόκειται να δοθεί – εκτός συγκλονιστικού απροόπτου - στο private equity fund CVC Capital Partners, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει... “ενσκήψει ως τυφώνας” στην ελληνική αγορά, σαρώνοντας με διαδοχικές εξαγορές νοσηλευτηρίων τον κλάδο υπηρεσιών υγείας και εμφανίζεται ως ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Ελλάδα.
Οπως έγινε γνωστό, το εδρεύον στο Λουξεμβούργο fund προσφέρει περί τα 480 εκατ. ευρώ για το 80% των μετοχών της Εθνικής Ασφαλιστικής. Το τίμημα αυτό διαμορφώνει τη συνολική αξία της εταιρείας σε περίπου 600 εκατ. ευρώ, ενώ η καθαρή θέση της είναι 1,08 δισ. ευρώ.
Η προσφορά συνοδεύεται μάλιστα με τον όρο ότι εάν η τράπεζα δεν επιτυγχάνει προκαθορισμένες επιδόσεις ασφαλιστικών εργασιών (bancassurance), θα επιστρέφει μέρος του τιμήματος!
Απέκλεισαν τους Κινέζους, πιέζουν οι Βρυξέλλες
Το CVC Capital Partners είναι ο μοναδικός υποψήφιος αγοραστής που εμφανίστηκε στην 4η κατά σειράν απόπειρα πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής, μετά τον αποκλεισμό ή την “αποθάρρυνση” με ποικίλους τρόπους των ενδιαφερόμενων κινεζικών ομίλων Fosun και Congbao, οι οποίοι σε προηγούμενους διαγωνισμούς πρόσφεραν τιμήματα κατά 40%-50% υψηλότερα.
Η τελική απόφαση για την αποδοχή ή μη της – πολύ χαμηλής – οικονομικής προσφοράς του CVC θα ληφθεί εντός των ημερών από το ΔΣ της Εθνικής. Τραπεζικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες που παρακολουθούν την εξέλιξη της υπόθεσης θεωρούν περίπου προδιαγεγραμμένη την καταφατική απόφαση, για την οποία υπάρχει άλλωστε το “άλλοθι” των αφόρητων πιέσεων από τις αρμόδιες αρχές της ΕΕ ((DG Comp), οι οποίες δεν δείχνουν διατεθειμένες να δώσουν μία ακόμη παράταση χρόνου, ώστε η πώληση να πραγματοποιηθεί σε καλύτερες συνθήκες και με υψηλότερο τίμημα.
Χάνει 400 εκατομμύρια!
Ζημιωμένη από αυτή την κατάληξη δεν θα είναι μόνο η Εθνική Τράπεζα, που θα ξεπουλήσει “έναντι πινακίου φακής” την πιο κερδοφόρα θυγατρική της και θα χάσει τον ηγετικό ρόλο της στην ελληνική ασφαλιστικά αγορά, προκειμένου να τηρηθούν οι - αδικαιολόγητες πλέον - μνημονιακές υποχρεώσεις που συνόδευαν την ανακεφαλαιοποίηση. Μαζί της θα χάσουν το ελληνικό Δημόσιο ως βασικός μέτοχος της τράπεζας και οι δεκάδες χιλιάδες μικρομέτοχοι-επενδυτές που τοποθέτησαν χρήματα στη μετοχή της.
Το επίμαχο ζήτημα δεν είναι ότι η πώληση επιχειρείται σε συνθήκες δυσμενούς συγκυρίας, που καθιστούν εκ προοιμίου βέβαιο ότι θα συνιστά πραγματικό “ξεπούλημα”. Το σκανδαλώδες είναι η μεθόδευση που ακολουθήθηκε, προκειμένου ο διαγωνισμός να καταλήξει σ' αυτό το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα: Η τράπεζα να μπορεί να πουλήσει... μισοτιμής, δείχνοντας μάλιστα “στα χαρτιά” ότι κέρδισε - ενώ στην πραγματικότητα χάνει περί τα 400 εκατ. ευρώ από την αξία της θυγατρικής της εάν αποδεχθεί την προσφορά του CVC.
Η μεθόδευση
Για να φθάσουμε εκεί έγιναν δύο κινήσεις από πλευράς Εθνικής και Εθνικής Ασφαλιστικής:
- Γνωρίζοντας τι περίπου είναι διατεθειμένοι να δώσουν οι υποψήφιοι αγοραστές (η CVC), και προκειμένου να μη φανεί ότι χάνει εάν την παραχωρήσει με αυτό το τίμημα,η τράπεζα φρόντισε να μειώσει αναλόγως την αξία με την οποία εμφανίζει την Ασφαλιστική στα βιβλία της. Διενήργησε πρόβλεψη 500 εκατ. ευρώ για “πιθανή ζημία” από την πώληση, επιβαρύνοντας με αυτό το ποσό τα δικά της περυσινά οικονομικά αποτελέσματα και μειώνοντας την κερδοφορία της. Ετσι, αντί του 1,08 δισ. που είναι η καθαρή θέση της Εθνικής Ασφαλιστικής, η μητρική τράπεζα την εμφανίζει τα βιβλία της με αξία περίπου 580 εκατ. ευρώ. Αν λοιπόν πουλήσει το 80% για 480 εκατ. ευρώ, θα “γράψει” ένα μικρό κέρδος της τάξεως των 16 εκατ. ευρώ.
- Η Εθνική Ασφαλιστική άλλαξε τον λογιστικό τρόπο υπολογισμού των οικονομικών αποτελεσμάτων της και αύξησε τα αποθεματικά. Αυτή η αλλαγή είχε άμεση επίπτωση στην απεικόνιση των οικονομικών της επιδόσεων, επηρεάζοντας πρόσκαιρα τη λογιστική κερδοφορία της -και αυτομάτως την “εύλογη αξία” της, δηλαδή το ελάχιστο τίμημα που πρέπει να εξασφαλίσει η τράπεζα από την πώληση. Στη συνέχεια θα λειτουργήσει ευνοϊκά και τα κέρδη θα εμφανισθούν αυξημένα, αλλά το deal θα έχει ήδη γίνει...
Ο ρόλος της PWC
Ποιός είχε αυτές τις “φαεινές ιδέες” που δίνουν στην Εθνική τη δυνατότητα να ξεπουλήσει τη θυγατρική χωρίς να φανεί σκάνδαλο; Η πολυεθνική ελεγκτικολογιστική PWC (Price Waterhouse Cooper), η οποία ταυτόχρονα είναι:
- Ορκωτός ελεγκτής στην Εθνική Ασφαλιστική, έχοντας πρόσβαση σε όλα τα φανερά και κρυφά οικονομικά στοιχεία της
- Σύμβουλος του υποψήφιου αγοραστή, της CVC – άρα ο ρόλος της είναι να προσπαθεί να μειώσει το τίμημα
Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων δεν προκάλεσε καμία αντίδραση από την πλευρά της Εθνικής.
Επισημαίνεται ότι ακόμα κι αν η αξία της εταιρείας υπολογιζόταν με βάση την καθαρή της θέση (1,08 δισ.) και το τίμημα διαμορφωνόταν ανάλογα, αυτή η αποτίμηση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική για τον πωλητή (την τράπεζα).
Η σωστή αποτίμηση θα έπρεπε να βασίζεται στην προεξόφληση μελλοντικών χρηματοροών της εταιρίας, σε συνάρτηση με τη φήμη της και τη θέση της στην ασφαλιστική αγορά.Δηλαδή στην ικανότητά της να παράγει έσοδα και κέρδη.
Πέρυσι η Εθνική Ασφαλιστική είχε κέρδη 81,6 εκατ. ευρώ. Φέτος θα κλείσει τη χρήση με κέρδη μειωμένα λόγω της πανδημίας αλλά και των αλλαγών που υπέδειξε η PWC στον τρόπο υπολογισμού. Πάντως στο β' εξάμηνο οι οικονομικές επιδόσεις θα είναι βελτιωμένες, ενώ το πλάνο για την επόμενη τριετία προβλέπει ότι τα καθαρά κέρδη θα υπερβούν τα 120 εκατ.
Το τίμημα είναι λοιπόν πολύ χαμηλό σε σχέση με την αναμενόμενη και την παρελθούσα κερδοφορία.
Η εναλλακτική λύση
Εν πάση περιπτώσει, η Διοίκηση της τράπεζας φαίνεται ότι έχει αποδεχθεί ως “αναπόφευκτο κακό” το ξεπούλημα, αν και δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια να αποσπάσει από την DG Comp μία ακόμη παράταση, που θα της επέτρεπε να θέσει σε εφαρμογή το εναλλακτικό σχέδιο εισαγωγής της Εθνικής Ασφαλιστικής στο Χρηματιστήριο και διάθεσης μεγάλου ποσοστού μετοχών της σε θεσμικά χαρτοφυλάκια και στο ευρύ επενδυτικό κοινό.
Χ. ΝΙΑΚΑΣ