Με τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων καθηλωμένα κάτω από το 2% να αποθαρρύνουν τους αποταμιευτές, οι τράπεζες τους στρέφουν όλο και περισσότερο σε αμοιβαία κεφάλαια νέου τύπου, τα οποία έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια και προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις από τις καταθέσεις. Αυτά τα προϊόντα, όμως, ενσωματώνουν και πολύ υψηλές προμήθειες, που περνούν συνήθως «κάτω από το ραντάρ» του μέσου αποταμιευτή, αλλά «τρώνε» ένα μεγάλο μέρος της απόδοσης του επενδυτικού προϊόντος και τη μεταφέρουν στην κερδοφορία των τραπεζών.
Τα αμοιβαία κεφάλαια προκαθορισμένης διάρκειας -τα κανονικά αμοιβαία κεφάλαια δεν έχουν περιορισμούς διάρκειας- στοχεύουν να «κλειδώσουν» για τον αποταμιευτή μια απόδοση από τοποθετήσεις σε ομόλογα, κρατικά και εταιρικά, για μια ορισμένη χρονική περίοδο (έως και για μια πενταετία), με τρόπο ώστε να το τελικό αποτέλεσμα να είναι μια σίγουρη απόδοση, χωρίς κίνδυνο για το κεφάλαιο. Εν ολίγοις, αυτό το προϊόν να θυμίζει τα βασικά χαρακτηριστικά μιας προθεσμιακής κατάθεσης (εξασφαλισμένο κεφάλαιο, σίγουρος τόκος), αλλά με ελαφρώς καλύτερη απόδοση.
Όμως, αυτά τα προϊόντα τελικά είναι πολύ πιο επωφελή για τις ίδιες τράπεζες, παρά για τους αποταμιευτές, στους οποίους απευθύνονται, καθώς:
- Οι τράπεζες αποφεύγουν τη ζημιά που θα είχαν από μια σχετικά «ακριβή» προθεσμιακή κατάθεση (με ένα επιτόκιο κοντά στο 2% αντί του μηδενικού επιτοκίου που έχουν απλοί λογαριασμοί). Δεδομένου ότι οι τράπεζες έχουν τεράστιο πλεόνασμα καταθέσεων, τις οποίες δεν μπορούν να μετασχηματίσουν σε δάνεια για να κερδίσουν από τη διαφορά επιτοκίων, κάθε πρόσθετη προθεσμιακή κατάθεση τις υποχρεώνει να αυξάνουν τα έξοδα τόκων χωρίς να έχουν έσοδα.
- Πουλώντας ένα αμοιβαίο κεφάλαιο νέου τύπου, με το οποίο, σε αντίθεση με τα κανονικά αμοιβαία ο αποταμιευτής κλειδώνει το κεφάλαιό του για μια μεγάλη περίοδο, οι τράπεζες βρίσκουν πρόσβαση σε μια άτοκη ρευστότητα, την οποία κατευθύνουν στην αγορά ομολόγων και μεταφέρουν στον αποταμιευτή ένα μέρος της απόδοσης που θα έχουν τα ομόλογα μέχρι τη λήξη τους, η οποία είναι γνωστή εκ των προτέρων στις τράπεζες. Όμως, ένα μέρος της απόδοσης μένει στις ίδιες τις τράπεζες, με τη μορφή διαφόρων προμηθειών, που παρακρατούνται από το χαρτοφυλάκιο του αποταμιευτή. Έτσι, τα αμοιβαία μετατρέπονται σε ένα μηχανισμό παραγωγής προμηθειών για τις τράπεζες.
Οι προμήθειες είναι διαφόρων κατηγοριών. Υπάρχει η προμήθεια εισόδου, δηλαδή τα «διόδια» που πληρώνει ο αποταμιευτής όταν αγοράζει το αμοιβαίο κεφάλαιο. Συνήθως αυτή η προμήθεια είναι σχετικά χαμηλή, π.χ. 0,10%. Η πιο «τσουχτερή» προμήθεια είναι αυτή που θα παρακρατηθεί, αν ο αποταμιευτής χρειασθεί τα χρήματά του πριν τη λήξη του αμοιβαίου κεφαλαίου, κάτι που είναι αρκετά σύνηθες. Σε αυτή την περίπτωση, «τιμωρείται» με μια προμήθεια εξόδου 2% επί της αξίας των μεριδίων του, δηλαδή με ένα ποσοστό που ξεπερνά το σημερινό ετήσιο επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων.
Ωστόσο, όλα τα αμοιβαία της κατηγορίας δεν είναι ίδια. Υπάρχουν και ορισμένα που επενδύουν όχι μόνο σε ομόλογα, αλλά και σε μετοχές, με στόχο να αυξήσουν την απόδοση για τον αποταμιευτή. Σε αυτή την περίπτωση, η τράπεζα χρεώνει και την προμήθεια διαχείρισης που συνήθως πληρώνεται για τα μετοχικά ή μεικτά αμοιβαία και η οποία μπορεί να πλησιάζει το 2% ετησίως.
Στα ύψη τα έσοδα από προμήθειες
Το asset management (διαχείριση κεφαλαίων) των τραπεζών, παίρνοντας ώθηση και από αυτά τα νέα αμοιβαία, έχει συμβάλει στην εκτίναξη των εσόδων από προμήθειες σε νέα ύψη: το πρώτο εξάμηνο του 2024 τα έσοδα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών από προμήθειες ξεπέρασαν για πρώτη φορά το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, με αύξηση 14% από την αντίστοιχη περίοδο του 2023.
Η Πειραιώς ήταν με διαφορά «πρωταθλήτρια» στα έσοδα από προμήθειες, τόσο σε απόλυτο ποσό, όσο και σε ρυθμό αύξησης. Τα έσοδά της ανήλθαν σε 324 εκατ. ευρώ, με αύξηση κατά 23,2%. Εθνική και Alpha παρουσίασαν περίπου ίδιους ρυθμούς αύξησης των προμηθειών τους, ενώ υστέρησε η Eurobank με αύξηση κατά 4,70%, κάτι που αποδόθηκε από τη διοίκηση της τράπεζας στις μειωμένες κατά 10% προμήθειες που εισέπραξε από εκταμιεύσεις νέων δανείων.