ΕΥΖην

Το «είμαι τρελός» ως αυτοπροστασία


«Είμαι τρελός». Η φράση αυτή ακούγεται πάρα πολύ συχνά από ανθρώπους που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες –ή ακόμα κι αν δεν ακούγεται, είναι μία σκέψη που συνήθως γυρίζει στο μυαλό τους. Προσπαθώντας να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα και τα εμπόδια που τους ταλαιπωρούν, είναι πολύ κοινό οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τραύμα να συμπεραίνουν ότι «κάτι είναι λάθος» σε αυτούς. Προσωπικές αδυναμίες και ελλείψεις χρησιμοποιούνται έτσι ως εξήγηση για περίπλοκες ή προβληματικές σχέσεις, μη πραγματοποιηθέντες στόχους τους οποίους έχουν ήδη επιτύχει συνομίληκοί τους, συνεχείς αυτοκαταστροφικές επιλογές, ή την τάση να αυτοσαμποτάρονται ασυνείδητα.

Με μια πρώτη ματιά ίσως είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί κάποιος θα έτεινε σε μία αυτοπεριγραφή τόσο αρνητική. Ο αντίκτυπός της είναι συναισθηματικά και ψυχολογικά εξουθενωτικός και μπορεί να δημιουργήσει μια αέναη αυτοεκπληρούμενη προφητεία: το να πιστεύει κάποιος «είμαι τρελός» επηρεάζει τις επιλογές και τη συμπεριφορά του, οι οποίες με τη σειρά τους ενισχύουν και παγιώνουν αυτή την ιδέα.

Γιατί αυτή η πεποίθηση είναι τόσο βαθιά και συχνή στους ανθρώπους που έχουν υποστεί τραύμα; 

Όταν ένα παιδί ή ένας έφηβος τραυματιστεί βαθιά από έναν γονέα, κηδεμόνα ή οποιοδήποτε άλλο σημαντικό πρόσωπο του στενού περιβάλλοντός του, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την τρομακτική πραγματικότητα, ότι κάποιος που υποτίθεται ότι ήταν εκεί για να του παρέχει ασφάλεια και να το φροντίζει, το πρόδωσε και του προκάλεσε τόσο μεγάλο πόνο. Έτσι, αντί να αντιμετωπίσουν αυτή τη συντριπτική αλήθεια, τα παιδιά πείθουν τους εαυτούς τους ότι τους συνέβη αυτό το κακό επειδή κάτι «είναι στραβό» σε αυτά τα ίδια.

Όταν τα τραυματισμένα παιδιά ενηλικιώνονται, συνεχίζουν να διαιωνίζουν αυτή την ιδέα, καθώς βιώνουν τον αντίκτυπο της κακοποίησης ή της παραμέλησής τους στη δική τους ψυχολογία και συμπεριφορά και κατ’ επέκταση σε όλους τους τομείς της ζωής τους. Τα υπολείμματα του τραύματος καθιστούν δύσκολο για τους ανθρώπους αυτούς να εμπιστεύονται τις οικείες σχέσεις, να έχουν διαύγεια για να θέσουν μια πορεία ζωής, να αισθάνονται γειωμένοι και παρόντες, να αισθάνονται άνετα εκφράζοντας συναισθήματα, να φροντίζουν τον εαυτό τους ή να αισθάνονται αυτοπεποίθηση, ότι έχουν αξία και ότι αξίζουν να αγαπηθούν.

Καθώς ξεδιπλώνονται μπροστά τους αυτά τα εμπόδια, συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους ανθρώπους και τυπικά αισθάνονται «διαφορετικοί» και ίσως κάπως «πίσω» σε συγκεκριμένους τομείς της ζωής.

Προσπαθώντας απεγνωσμένα να κατανοήσουν αυτή την «αποσύνδεση», φτάνουν σε δύο πιθανούς δρόμους: 

Ο ένας δρόμος απαιτεί τεράστια γενναιότητα από την πλευρά τους, αλλά και τη σωστή υποστήριξη, καθώς τους αναγκάζει να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, ότι οι γονείς τους -για οποιαονδήποτε λόγο- δεν ήταν επαρκείς, τους έβλαψαν άθελά τους ή επίτηδες, είχαν κατάθλιψη ή πρόβλημα ναρκισσισμού ή κάποια ψυχική ασθένεια - ή απλώς... δεν νοιάζονταν. Αρχικά τουλάχιστον, δεδομένης της έντονης ανάγκης όλων μας να διατηρούμε μία στενή σύνδεση, είναι αδύνατον για κάποιον να αποδεχθεί άμεσα αυτή την εκδοχή.

Ο μοναδικός άλλος τρόπος που έχει ένας άνθρωπος για να εκλογικεύσει τις δυσκολίες που περνάει, είναι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι «τρελός», «κατεστραμμένος» ή «διαλυμένος».  Αυτός ο δρόμος γίνεται μία ισχυρή προστατευτική λειτουργία: του επιτρέπει να διατηρεί μία αίσθηση αφοσίωσης στην οικογένειά του, διατηρεί το αδύναμο νήμα της σύνδεσης που μπορεί να υπάρχει με τους γονείς ή κηδεμόνες του και αφήνει τον θύτη στο απυρόβλητο, επιτρέποντας στον τραυματισμένο άνθρωπο να συνεχίσει να τον αγαπάει.

Πέραν αυτών, πολλοί από τους ανθρώπους που έχουν υποστεί τραύμα, αδυνατούν να δουν οποιαδήποτε σύνδεση ανάμεσα στα βιώματα των παιδικών τους χρόνων και τις τωρινές τους δυσκολίες, οπότε το να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι είναι «τρελοί» μοιάζει η μόνη λογική επιλογή.

Δεν είναι «όλα ή τίποτα»

Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει πολύ τους ανθρώπους που βιώνουν τις επιπτώσεις τραύματος να επανεκτιμήσουν και σταδιακά να αφήσουν πίσω τη λανθασμένη πεποίθηση ότι είναι «τρελοί» ή «κατεστραμμένοι», μαζί με όλες τις συνέπειές της. Καθώς όμως προχωρά αυτή η διαδικασία, είναι πολύ σημαντικό να αναγνωριστεί και να δουλευτεί το αναπόφευκτο πένθος και ο θυμός που έρχεται στην επιφάνεια, όταν συνειδητοποιήσουν και έρθουν αντιμέτωποι με τους περιορισμούς ή τη σκληρότητα των γονιών τους που βίωσαν κατά την παιδική ή εφηβική τους ηλικία.

Άλλωστε, ακόμα και με τη συνειδητοποίηση αυτής της νέας, σκληρής πραγματικότητας, οι άνθρωποι έχουν ακόμα το δικαίωμα –και την ανάγκη- να αισθάνονται θετικά συναισθήματα προς και να συνεχίσουν να αγαπούν τους γονείς τους. Αυτές οι ανάγκες πρέπει να γίνουν σεβαστές και να τιμηθούν.

Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα της ψυχοθεραπείας δεν είναι «όλα ή τίποτα». Ο θεραπευόμενος μπορεί να αφήσει πίσω του την αυτοενοχοποίηση και τις λανθασμένες πεποιθήσεις που του προξενούν ντροπή για τον εαυτό του, να αντιμετωπίσει τις επίπονες αλήθειες γύρω από την ανατροφή του, να καταστήσει υπόλογους τους κακοποιητικούς / παραμελλητικούς γονείς -ή όποιον άλλο ήταν υπεύθυνος γωια το τραύμα, αλλά ακόμα να διατηρεί ένα μέρος στην καρδιά του γι’ αυτούς και να τους αγαπάει –πιθανώς κατανοώντας ότι και οι ίδιοι φέρθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο λόγω δικών τους τραυμάτων. 

Και έτσι, αφενός ο άνθρωπος «παίρνει πίσω τη ζωή του», αφετέρου κλείνει ένας φαύλος κύκλος επανάληψης του τραύματος.

Α.Χ.Ν