Το ελληνικό πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί τελικά χωρίς περαιτέρω χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ, λένε τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης επικαλούμενα εκτιμήσεις κυβερνητικών παραγόντων στο Βερολίνο, οι οποίοι γνωρίζουν προφανώς εκ των έσω ποια στάση θα τηρήσει η Γερμανία στο ζήτημα της ελάφρυνσης χρέους - και ότι αυτή δεν θα ικανοποιήσει καθόλου το Ταμείο.
«Δεν υπάρχει πια σχεδόν καμία ελπίδα για συμμετοχή του ΔΝΤ στο πακέτο βοήθειας για την Ελλάδα», γράφει η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt. Ταυτόσημη άποψη εκφράζει και το περιοδικό Spiegel, επισημαίνοντας ότι επίμαχο ζήτημα παραμένει η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Το ΔΝΤ εκτιμά πως ο ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τις επόμενες δεκαετίες θα είναι χαμηλότεροι από αυτούς που προβλέπει η ΕΕ. Για να είναι συνεπώς η Ελλάδα μακροπρόθεσμα σε θέση να εξοφλήσει τα χρέη της, πρέπει οι Ευρωπαίοι να δεχτούν μεγαλύτερες ελαφρύνσεις από αυτές που προβλέπονται μέχρι στιγμής.
Σύμφωνα με το Spiegel, το ΔΝΤ ζητά επιπλέον να συμπεριληφθούν στις ελαφρύνσεις όχι μόνο τα δάνεια του ESM, αλλά και τα διμερή δάνεια που χορήγησαν στην Ελλάδα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Οι Ευρωπαίοι απορρίπτουν αυτήν την πρόταση για «νομικούς λόγους»: το μέτρο θα επιβάρυνε άμεσα τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών.
Με δεδομένο λοιπόν ότι οι απαιτήσεις του δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτές, το ΔΝΤ θα μείνει εκτός προγράμματος, αρκούμενο σε ρόλο συμβούλου και "επόπτη" για την τήρηση των συμπεφωνημένων από την Ελλάδα.
Σερθρο υπό τον τίτλο «Το ΔΝΤ στην έξοδο», το Spiegel γράφει ότι «το Ταμείο και η επικεφαλής του Κριστίν Λαγκάρντ βλέπουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας με πολύ μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα απ’ ότι οι Ευρωπαίοι. Γι’ αυτό επιμένουν ότι η χώρα χρειάζεται μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους» .
Ως τελευταία συνάντηση, κατά την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί μια συμφωνία με το ΔΝΤ, θεωρείται αυτή των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης την επόμενη εβδομάδα. Ωστόσο, όπως λέγεται από κύκλους των συμμετεχόντων, οι πιθανότητες δεν είναι και πολύ μεγάλες.
Ούτως ή άλλως η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα με μόλις1,6 δισεκ. ευρώ, θα είχε συμβολικό χαρακτήρα. Μπορεί λοιπόν να μείνει εκτός, χωρίς να προκύψει πρόβλημα χρηματοσότησης.\
«Το ΔΝΤ θα έπρεπε κανονικά να συμμετέχει στη δανειακή βοήθεια προς την Ελλάδα. Ομως, οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν τις απαιτήσεις του, ενώ οι Έλληνες δεν έχουν καμία όρεξη να υφίστανται διαρκείς πιέσεις»,.γράφει η Handelsblatt.
Ευρωπαίοι και ΔΝΤ ακόμη διαπραγματεύονται σχετικά με την οικονομική συμμετοχή του Ταμείου. Το σημείο τριβής είναι το ερώτημα, κατά πόσο η Ελλάδα θα είναι μακροπρόθεσμα σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της.
Το ΔΝΤ αμφισβητεί ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα, καθότι βλέπει περισσότερο απαισιόδοξα απ’ ότι η Ε.Ε. την οικονομική εξέλιξη της χώρας. Γι αυτό θεωρεί αναγκαία μία μεγάλη ελάφρυνση του χρέους. Ομως οι αξιώσεις του Ταμείου θεωρούνται υπερβολικές από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης - ιδιαίτερα για τη Γερμανία.
Εσχάτως, όπως λέγεται τόσο από κύκλους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης όσο κι από το περιβάλλον του ΔΝΤ, έχει σημειωθεί πρόοδος στις επαφές των δύο πλευρών, ενώ κρίσιμη θεωρείται η συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης στα τέλη της ερχόμενης εβδομάδας. Το Ταμείο ζητάει από τους Ευρωπαίους να ξεκαθαρίσουν ποιες ελαφρύνσεις χρέους σκοπεύουν να παράσχουν στους Έλληνες μετά το τέλος του προγράμματος βοήθειας. Στις Βρυξέλλες υπάρχει πάντως επιφυλακτικό κλίμα σε σχέση με το κατά πόσο είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας την ερχόμενη βδομάδα.
Ακόμη κι αν επιτευχθεί συνεννόηση, μπορεί τελικά το ΔΝΤ να μη δώσει χρήματα. Αλλωστε, ούτε η Ελλάδα θέλει πλέον αυτό το δάνειο του 1,6 δισεκ. ευρώ, επειδή έχει πολύ υψηλό επιτόκιο. Αμεση ανάγκη από χρήματα δεν έχει στην παρούσα φάση. Εάν μάλιστα εκπληρώσει τους όρους των μεταρρυθμίσεων, ο ESM θα της καταβάλει μια ακόμη τελευταία δόση 11-12 δισεκ. ευρώ.
Πάντως, ακόμη κι αν το Ταμείο δεν δώσει χρήματα, επισήμως θα φαίνεται πως συμμετέχει ακόμη στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό είναι σημαντικό για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών και να διευκολυνθεί η επιστροφή της χώρας στις χρηματαγορές, επισημαίνει η Handelsblatt.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ και Deutsche Welle