Όταν το κοινό ανακοινωθέν που ακολούθησε τη συνάντηση μεταξύ του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και του Κινέζου ομολόγου του ΣιΤζινπίνγκ στις αρχές Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους έκανε λόγο για «φιλία δίχως όρια» -που όμως δεν συνιστά «συμμαχία», η συντριπτική πλειοψηφία του ακαδημαϊκού και δημοσιογραφικού κόσμου αντιλαμβανόταν την προσέγγιση των δύο άσπονδων φίλων ως ένα ακόμη επεισόδιο στο γεωπολιτικό σίριαλ που ξεδιπλωνόταν με αιχμή το ουκρανικό ζήτημα και ουσιαστικό επίδικο την επαναδιαπραγμάτευση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας.
Έναν πόλεμο αργότερα και με ανυπολόγιστα τα τραύματα που αυτός συνεχίζει να επιφέρει στο σώμα πρωτίστως της ουκρανικής και δευτερευόντως της ρωσικής κοινωνίας, το Πεκίνο δείχνει να βρίσκεται σε εξίσου ακροσφαλή θέση με τη Μόσχα. Κι αυτό γιατί αν και η τελευταία είναι εκείνη που βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες ενός πρωτοφανούς έντασης και εύρους κύματος οικονομικών κυρώσεων, η Κίνα καλείται να εκτελέσει μια ιδιαιτέρως εύθραυστη άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στο άμεσο οικονομικό συμφέρον και τις μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές της φιλοδοξίες.
Από τη μια πλευρά, θα ήταν αδύνατον να παραβλεφθεί η εντεινόμενη τα τελευταία χρόνια προσέγγιση ανάμεσα στις δύο χώρες σε όλα τα επίπεδα, αποκορύφωμα της οποίας υπήρξε ακριβώς η ενεργειακή συμφωνία του Φεβρουαρίου, η οποία περιλάμβανε την υπογραφή συμβολαίου 30ετούς διάρκειας για την προμήθεια φυσικού αερίου στην Κίνα.
Πρόκειται δε για μια σύγκλιση που δεν αφορά αποκλειστικά το οικονομικό πεδίο, όπως κατέδειξε η αναφορά του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών λίγες ημέρες μετά τη ρωσική εισβολή, όταν μεταξύ άλλων γινόταν λόγος για «ιστορικές ευθύνες των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ […], που οδήγησαν μια μεγάλη χώρα σαν τη Ρωσία με την πλάτη στον τοίχο». Το παραπάνω σχόλιο ακολούθησε η τοποθέτηση του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών περί «ανησυχιών ασφαλείας [της Ρωσίας] που πρέπει να ληφθούν υπόψη», μια σαφής νύξη για το τι δεν είναι διατεθειμένο να ανεχθεί το Πεκίνο στην περίπτωση της Ταϊβάν και της Νότιας Σινικής Θάλασσας.
Από την άλλη, ωστόσο, οι Κινέζοι ιθύνοντες μόνο ασφαλείς δεν μπορούν να αισθάνονται με την προοπτική να μπει η χώρα τους στο «κάδρο» του οικονομικού στραγγαλισμού, σε μια κίνηση που αργά η γρήγορα θα ισοδυναμεί με πλήρη αποκοπή από τον κόσμο του δολαρίου. Εξάλλου, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες για τη δημιουργία συστήματος διατραπεζικών συναλλαγών αντίστοιχου του SWIFT, το Πεκίνο παραμένει ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι Ηνωμένες Πολιτείες ο νο1 εμπορικός προορισμός των κινεζικών προϊόντων.
Πέραν, άλλωστε, του βραχυπρόθεσμου κόστους μιας ρήξης, ο ουκρανικός πόλεμος θέτει εν αμφιβόλω και την επενδυτική πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, ένας Δρόμος», για την οποία η ρωσική επικράτεια αποτελούσε, ως το ξέσπασμα του πολέμου, την κύρια πύλη εισόδου για τις εύρωστες ευρωπαϊκές αγορές. Δεδομένου ότι το σύνολο των κρατών που θα αποτελούσαν την ιδιότυπη «ευρασιατική γέφυρα» η οποία και θα συνέδεε το ασιατικό με το ευρωπαϊκό σκέλος του εγχειρήματος είτε έχουν ένθερμα υιοθετήσει το καθεστώς των κυρώσεων (κράτη Βαλτικής, πρώην ανατολικό μπλοκ) είτε μετέχουν της στρατιωτικής αναμέτρησης από την πλευρά του θύτη ή του θύματος (Λευκορωσία, Ουκρανία), γεγονός είναι ότι η αναδιαμόρφωση του επενδυτικού χάρτη κρίνεται πια επιτακτική.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι πρόκειται για το δεύτερο πλήγμα που δέχεται ο κινεζικός οικονομικός σχεδιασμός, αφού η επικράτηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν φαίνεται πως έχει μετατρέψει τη χώρα της Κεντρικής Ασίας σε πραγματικό φυτώριο ισλαμιστικού εξτρεμισμού, που δημιουργεί ήδη σοβαρά προβλήματα στον οικονομικό διάδρομο Κίνας – Πακιστάν.
Είναι ακριβώς η έτερη πλευρά της ιδιότυπης αυτής διελκυστίνδας που, στον αντίποδα της διπλωματικής στήριξης στη Μόσχα, εξηγεί την έκκληση υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών, της Ουκρανίας συμπεριλαμβανομένης, και απαντά στο ερώτημα γιατί δεν στηρίχθηκε το ρούβλι στις κινεζικές αγορές, με αποτέλεσμα την περαιτέρω πτώση του έναντι του γουάν.
Τα διλήμματα όμως δεν αφορούν μόνο το «Μέσο Βασίλειο». Μέσα σε όλο αυτό το αλλόκοτο παζλ που έχει εξυφάνει η αλληλοσύνδεση της παγκόσμιας οικονομίας, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά ούτε για τις ΗΠΑ, που, μετατρέποντας το δολάριο σε πολιτικό όπλο, κινδυνεύουν να επιταχύνουν διαδικασίες τις οποίες σκόπευαν να αποτρέψουν, πυροδοτώντας την αποσύνδεση Δύσης και Ανατολής. Η πιθανότητα η κινεζική πλευρά να αρχίσει να πουλά τον όγκο των αμερικανικών ομολόγων που έχει στην κατοχή προβάλλει ως ένα πρώτο υπαρκτό σενάριο προϊούσας αποδολαριοποίησης, δημιουργώντας ισχυρούς περιορισμούς και στην Ουάσιγκτον.
Ποια θα είναι η τελική επιλογή του Πεκίνου σε αυτό το chickengame; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, ούτε και να υποτιμήσει την ολοένα μεταβαλλόμενη δυναμική της κατάστασης. Οφείλουμε πάντως να παρατηρήσουμε –με μια αίσθηση πρόβλεψης– πως, κόντρα στις υψηλού ρίσκου επιλογές της Μόσχας, η κινεζική ηγεσία δείχνει πως εξακολουθεί να διαπνέεται από το πνεύμα της εξαγοράς χρόνου και συσσώρευσης δύναμης που εμφύσησε η περίοδος της κυριαρχίας του Ντενγκ Σιαοπίνγκ.
* Βαγγέλης Δ. Μαρινάκης, Πολιτικός Επιστήμονας, MSc Δημόσιες Πολιτικές, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου- Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Πόλεμος στην Ουκρανία: Διαστάσεις, συνέπειες & προεκτάσεις»