Παγιδευμένη ανάμεσα σε διλήμματα η επίλυση των οποίων μπορεί να προκαλέσει ντόμινο πολιτικών και γεωπολιτικών εξελίξεων τόσο για την Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, βρίσκεται η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Αν και δεν αντιμετωπίζει ουσιαστική απειλή εκ των έσω, καθώς δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα διάδοχος κατάσταση, το εξωτερικό μέτωπο αποδεικνύεται ολοένα και πιο σύνθετο. Η πολιτική των καθυστερήσεων που έχει κατ επανάληψη επιλεγεί -τόσο από την κυβέρνηση Τσίπρα όσο και από τις προηγούμενες- οδηγεί σε σύνδεση μετώπων καθιστώντας την αντιμετώπισή πολιτικό ζήτημα. Προσπαθώντας να αλλάξει την ατζέντα ο Αλέξης Τσίπρας επενδύει στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, με την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, το ταξίδι στο Ιράν και τις επισκέψεις ξένων επενδυτών, το Μαξίμου επιχειρεί να δώσει διαμορφώσει εικόνα πολιτικής κυριαρχίας.
Η κυβέρνηση καλείται τώρα μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου, την επόμενη εβδομάδα δηλαδή, να ολοκληρώσει και να λειτουργήσει τα hot spots και μέχρι το τέλος του μήνα να κλείσει την αξιολόγηση.
Ωστόσο οι πολιτικές αποφάσεις που απαιτούνται και είναι επιτακτικό να ληφθούν, για την αντιμετώπιση των ανοιχτών μετώπων, αναμένεται να προκαλέσουν κοινωνική δυσαρέσκεια, αναταράξεις και δεν αποκλείεται οι τριγμοί να οδηγήσουν σε μερική πολιτική αποσταθεροποίηση.
Για το λόγο αυτό στο Μαξίμου σχεδιάζουν την επιτάχυνση του διεμβολισμού του κεντρώου χώρου, μέσω της προσάρτησης μεσαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως του Φώτη Κουβέλη, στρατηγική την οποία υιοθετεί και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Διαβάστε επίσης: Πολιτική λύση-πακέτο για αξιολόγηση και προσφυγικό
Σύμφωνα με τους πολιτικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης, αν επιτευχθεί η απορρόφηση μεσαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ τότε το ρήγμα στην Κοινοβουλευτική του ομάδα θα διευρυνθεί και με το παράλληλο drive in του Κυριάκου Μητσοτάκη και το κάλεσμα προς τους εξυγχρονιστές, είναι πολύ πιθανό να διασπαστεί ή να αποδυναμωθεί.
Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε ύφεση των πιέσεων από το εξωτερικό για ενσωμάτωσή του στη κυβέρνηση, καθώς κάτι τέτοιο θα έχει επιτευχθεί πλαγίως, ενώ θα έχει διευρυνθεί στο μέτρο του εφικτού και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης.
Το sofokleousin.gr έχει από τις 5 Φεβρουαρίου επισημάνει τη νέα γραμμή που προέκυψε από τις επαφές του Αλέξη Τσίπρα με την Άνγκελα Μέρκελ και την Κριστίν Λαγκάρντ καθώς και τις παρεμβάσεις του Μάριο Ντράγκι. Ο σχεδιασμός του πολιτικού bypass που οργάνωσε η κυβέρνηση ξεκίνησε να υλοποιείται από τον Προκόπη Παυλόπουλο, ενώ υποστηρικτηκός ήταν και ο Γιάννης Στουρνάρας, στήνοντας ένα πλαίσιο τη στιγμή που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος συναντούσε τους ομολόγους του, πιέζοντας για επιτάχυνση της αξιολόγησης.
Στο ίδιο πλαίσιο καθοριστική αποδεικνύεται και η παρέμβαση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η ΝΔ δεν είναι σε θέση ακόμα να κυβερνήσει, καίγοντας παράλληλα σενάρια οικουμενικής και εκλογών.
Παράλληλα για τη διαχείριση του πολιτικού κόστους το Μαξίμου εισάγει για συζήτηση και ψίφιση του παράλληλο πρόγραμμα, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας έχει διαμηνύσει ότι είναι έτοιμος και γιαμονομερείς ενέργειες όπου αυτό κριθεί απαραίτητο. Στο ίσιο πλαίσιο εντάσσεται και η φορτισμένη επαναφορά του ζητήματος των τηλεοπτικών αδειών σε αυτή τη φάση, καθώς η κυβέρνηση επιχειρεί την εμπέδωση του κοινού περί δικαίου αισθήματος ώστε να κερδίσει πόντους στη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας.
Το χρονικό του προβλήματος
Ενώ μέχρι το Νοέμβριο μείζον ζήτημα ήταν η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, το Δεκέμβριο φάνηκε ότι το προσφυγικό θα κυριαρχούσε στην ατζέντα. Με ανοιχτό το μέτωπο της αξιολόγησης και τη χώρα πλήρως εξαρτημένη από την ΕΚΤ και το Eurogroup, η ανάδυση του προσφυγικού όχι μόνο περιέπλεξε την κατάσταση αλλά δυναμίτισε οποιαδήποτε προοπτική συμβιβαστικής λύσης ή ακόμα και αναπροσαρμογής της οικονομικής ατζέντας.
Εφεξής η αξιολόγηση της υλοποίησης του προγράμματος συνδέθηκε άρρηκτα με την αντιμετώπιση του προσφυγικού. Όπερ σημαίνει ότι μια σειρά ευαίσθητων εθνικών θεμάτων τίθενται επί τάπητος, όταν η κυβέρνηση εμφανίζεται αδύναμη να κλείσει απλούστερα ζητήματα.
Αντιλαμβανόμενος ότι οι καθυστερήσεις στοιχίζουν και εντείνουν τα προβλήματα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επιχείρησε με γύρο διεθνών επαφών και διαβουλεύσεων να επιταχύνει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Μετά από έξι συναντήσεις με υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης και αφού προκάλεσε και τετ α τετ Ντράγκι-Τσίπρα και Τσίπρα-Λαγκάρντ, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών και ο πρωθυπουργός διαπιστώνουν το πολιτικό αδιέξοδο.
Με τις απειλές για έξοδο από τη Σένγκεν να πέφτουν βροχή, την ΕΕ να καταστρώνει εκ νέου Plan B, ανοίγοντας –καθ υπόδειξη της Τουρκίας- δίαυλο επικοινωνίας με τη FYROM κα ασκώντας ασύμμετρες πιέσεις προς την Ελλάδα η ΕΕ αποκαλύπτει τον πανικό της απέναντι στο πρόβλημα, το μέγεθος του οποίου μόλις έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται.
Σε αυτό το σκηνικό όμως η ΕΕ βρίσκεται σε πανικό, ΗΠΑ και Ρωσία αδυνατούν να συνεισφέρουν πολιτικά, καθώς διαπιστώνουν ότι η Άνγκελα Μέρκελ οδηγεί τη Γερμανία και κατ επέκταση την ΕΕ σε διαπραγματεύσεις με τον Ταγίπ Ερντογάν, όταν και οι δυο καθώς και το Ισραήλ του έχουν κλείσει τις πόρτες.
Προσπαθώντας να απενεργοποιήσει την ωρολογιακή βόμβα του προσφυγικού η ελληνική κυβέρνηση επιταχύνει τη δημιουργία των hot spots, προσδοκώντας μόνο ύφεση των πιέσεων από την ΕΕ.
Στο μέτωπο της αξιολόγησης στόχος είναι πλέον η ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων με τους Θεσμούς έως τα τέλη του Φεβρουαρίου και η ψήφιση των νομοσχεδίων την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προβλεφθεί το μέτρο των κοινωνικών αντιδράσεων.
Η ενοχική αντίδραση στο προσφυγικό
Η ντε φάκτο εμπλοκή της Τουρκίας στο προσφυγικό, η πολυπλοκότητα της κατάστασης στη Συρία και η προσπάθεια γερμανικής σφήνας στην αμερικανο-ρωσική συνεννόηση για τη Μέση Ανατολή, είναι παράγοντες έξω από το πεδίο παρέμβασης, ακόμα και αντίληψης της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίοι όμως καθυστερούν την αξιολόγηση, περιπλέκουν το πεδίο των ισορροπιών και εν τέλει αδυνατίζουν τη διεθνή θέση της χώρας.
Η ενοχική στάση της κυβέρνησης απέναντι στο διαρκώς εντεινόμενο πρόβλημα προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, ήταν πραγματικά τόσο προβλέψιμη ώστε ο Ταγίπ Ερντογάν να παίξει αυτό το χαρτί σε όλους τους γύρους των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ και τη Γερμανία.
Το ταγκό Ερντογάν
Ο Τούρκος πρόεδρος, έχοντας πρώτα τροφοδοτήσει τις ελληνικές ακτές με χιλιάδες μεταναστών και προσφύγων και το Αιγαίο με εκατοντάδες νεκρούς, μπήκε στη διαπραγμάτευση απευθείας με την ΕΕ και τη Γερμανία, απαιτώντας διακριτική μεταχείριση και αντισταθμιστικά οφέλη που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα οικονομικά.
Η στάση και η στρατηγική του Ερντογάν υποτιμήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, από το διευθυντήριο των Βρυξελλών και το Βερολίνο, με αποτέλεσμα ο Τούρκος πρόεδρος να βρεθεί στην κεντρική ευρωπαϊκή σκηνή και να ανοίξει με αξιώσεις δίαυλο διμερών διαπραγματεύσεων με την Άνγκελα Μέρκελ.
Η αντίδραση ΗΠΑ και Ρωσίας
Η ανάδειξη του Ερντογάν σε παράγοντα λύσης του προβλήματος οφείλεται σε λάθη τόσο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τον πανικό της Γερμανίας υπό την πίεση των Βορείων χωρών και της ακροδεξιάς.
Παράλληλα όμως η εξέλιξη αυτή δημιουργεί εμπλοκή στα σχέδια ΗΠΑ και Ρωσίας για την επόμενη ημέρα στη Συρία και τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς για τη δημιουργία κουρδικού κράτους στη Βόρεια Συρία.
Οι συνθήκες αυτές θέτουν πρακτικά την ΕΕ απέναντι από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία στη Μέση Ανατολή, ενώ η Γαλλία όμως βρίσκεται στο πλευρό και των δυο.
Σήμερα, η Άνγκελα Μέρκελ, θα βρίσκεται στην Άγκυρα για συνομιλίες με τον Ταγίπ Ερντογάν, ενώ η ΕΕ ενέκρινε την εκταμίευση των 3 δισ. προς την Τουρκία για την αντιμετώπιση του προσφυγικού, επιβεβαιώνοντας ότι άγεται πλήρως από τον Τούρκο πρόεδρο και τη στρατηγική του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Η παγίδα έλλειψης αντιπολίτευσης
Η επί μακρόν απουσία της Νέας Δημοκρατίας από το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η αδυναμία των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων της χώρας να λάβουν μηνύματα και να επεξεργαστούν τα σύνθετα δεδομένα της νέας περίπλοκης κατάστασης, σε συνδυασμό με την αυτοπεποίθηση που δημιουργεί στην κυβέρνηση και προσωπικά στον Αλέξη Τσίπρα η επικράτηση στο μικροπολιτικό σκηνικό δημιούργησαν μια ψευδαίσθηση πολιτικής κυριαρχίας, η οποία οδήγησε σε στρατηγικά λάθη και διαπραγματευτικές ήττες.
Ο πρωθυπουργός αντιλήφθηκε με καθυστέρηση το πολιτικό και διαπραγματευτικό κενό που δημιουργούσε η έλλειψη συγκροτημένης αντιπολίτευσης και του σκηνικού αποσάθρωσης που είχε δημιουργηθεί από την παρατεταμένη πολιτική αντιπαράθεση υψηλών τόνων.
Προσπάθησε να «ξυπνήσει» τα αντανακλαστικά του πολιτικού προσωπικού της χώρας με τη σύγκλιση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, στη βάση του ασφαλιστικού, κίνηση που ερμηνεύθηκε ως προσπάθεια επιμερισμού των πολιτικών ευθυνών.
Στο Μαξίμου γνώριζαν ότι η πρωτοβουλία αυτή ήταν θνησιγενής, καθώς η Νέα Δημοκρατία ήταν τότε ακέφαλη και σε διαδικασία εκλογής αρχηγού, άρα ήταν αδύνατο να διαμορφώσει πολιτική θέση και να την επιβάλλει στο δημόσιο διάλογο.