Οικονομία

«Τέλεια καταιγίδα» και άμεσος κίνδυνος ύφεσης στην Ευρώπη - Προβλέψεις JP Morgan


Για άμεσο κίνδυνο ύφεσης στην Ευρώπη προειδοποιεί η κορυφαία αμερικανική τράπεζα, JP Morgan, υπογραμμίζοντας ότι η ευρωζώνη αντιμετωπίζει μια τέλεια καταιγίδα, καθώς διατηρείται η αβεβαιότητα για την τροφοδοσία με φυσικό αέριο από τη Ρωσία, η κεντρική τράπεζα μπήκε σε κύκλο αύξησης των επιτοκίων για να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό και οι πολιτικοί κίνδυνοι είναι αυξημένοι, πρωτίστως εξαιτίας της κρίσης στην Ιταλία.

Στο εβδομαδιαίο σχόλιο της JP Morgan Wealth Management, που καλύπτει τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και τις αγορές, η Ευρώπη αποτελεί το βασικό θέμα, καθώς οι αναλυτές προσπαθούν να απαντήσουν το ερώτημα: «Βρίσκεται η Ευρώπη στο χείλος της ύφεσης»;

Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος:

  • Αυτή την εβδομάδα, η προσοχή μας επικεντρώθηκε στην Ευρώπη, όπου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έδειξε ότι και αυτή είναι αποφασισμένη να ελέγξει τον πληθωρισμό. Η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης -πρώτη αύξηση από το 2011 και η μεγαλύτερη από το 2000- και τερμάτισε επίσημα την πολιτική αρνητικών επιτοκίων που ισχύει από το 2014.
  • Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε μια τέλεια καταιγίδα, καθώς αντιμετωπίζει μια επικίνδυνη ενεργειακή κρίση, ενώ η κεντρική τράπεζα είναι υποχρεωμένη να ασκήσει πολιτική που ταυτόχρονα θα αναχαιτίζει τον πληθωρισμό, αλλά θα προστατεύει και τα υπερχρεωμένα κράτη. Επιπλέον, την αβεβαιότητα εντείνουν οι εκλογές στην Ιταλία, για τις οποίες δύσκολα μπορούν να γίνουν προβλέψεις.

Η ενεργειακή κρίση επιδεινώνεται

Η ενεργειακή κρίση αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή κινδύνων για την ευρωπαϊκή οικονομία. Όπως επισημαίνει η JP Morgan, ενώ ο καύσωνας αυτής της εβδομάδας μπορεί να κάνει τις ψυχρότερες θερμοκρασίες να φαίνονται μακρινές, δεν τολμούμε να ξεχάσουμε ότι έρχεται ο χειμώνας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι αλυσιδωτές κυρώσεις έχουν ανατρέψει τον ενεργειακό εφοδιασμό στην Ευρώπη. Η ήπειρος εισάγει παραδοσιακά το ένα τέταρτο του πετρελαίου της και σχεδόν το 40% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία. Οι γεωπολιτικές διαμάχες γύρω από τη Ρωσία απειλούν να γονατίσουν την Ευρώπη, υπογραμμίζει ο οίκος.

Η μεταφορά φυσικού αερίου είναι δύσκολη κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου. Μπορεί να διοχετευθεί μέσω αγωγών, αλλά η Ρωσία περιορίζει την παροχή. Η Ευρώπη λαμβάνει πάνω από το ένα τρίτο του φυσικού αερίου της μέσω του αγωγού Nord Stream 1, ο οποίος συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία. Παρά την επανέναρξη των ροών αγωγών στις 21 Ιουλίου, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης, εκτιμάται ότι ο αγωγός λειτουργεί με χωρητικότητα μόνο 30-40%. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία δεν έχει αυξήσει το φυσικό αέριο που διοχετεύεται μέσω των αγωγών που διέρχονται από την Ουκρανία για να αντισταθμίσει το έλλειμμα.

Σχετικά με την τροφοδοσία με υγροποιημένο αέριο (LNG), ο οίκος σημειώνει ότι χρειάζονται ειδικές εγκαταστάσεις, που λείπουν από πολλές χώρες, όπως η Γερμανία. Έχουν ληφθεί μέτρα και έχουν γίνει προτάσεις για τη μείωση της κατανάλωσης και την εξεύρεση εναλλακτικών πηγών για το ρωσικό φυσικό αέριο (άνθρακας, ανανεώσιμες πηγές). Προς το παρόν όλα αυτά τα σχέδια εξακολουθούν να απέχουν πολύ από την αντιμετώπιση του κινδύνου διακοπής των ρωσικών προμηθειών.

Οι χώρες εργάζονται για να αποθηκεύσουν αποθέματα φυσικού αερίου πριν από το χειμώνα και είναι πιθανό να γεμίσουν με επιτυχία κατά 80% οι δεξαμενές. Ωστόσο, ορισμένες χώρες είναι πιο ευάλωτες (Γερμανία, Ιταλία) από άλλες, μια δυναμική που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτικές διαμάχες σχετικά με τον καλύτερο τρόπο κατανομής του φυσικού αερίου.

Η JP Morgan παραθέτει μάλιστα στην ανάλυσή της ένα γράφημα που δείχνει με πολύ σαφή τρόπο τη μεγάλη μείωση των ροών φυσικού αερίου στην Ευρώπη.

Η τροφοδοσία της Ευρώπης με φυσικό αέριο από αγωγούς και LNG (εκατ. κυβικά ημερησίως, κινητός μέσος όρος 7 ημερών)

 

Η ΕΚΤ αρχίζει να κινείται, η Ιταλία δημιουργεί αβεβαιότητα

Με την ενεργειακή κρίση να συνεχίζεται, οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν ωθήσει τον πληθωρισμό σε ολόκληρη την ευρωζώνη σε ρεκόρ. Η κρίση του κόστους ζωής είναι πραγματική, παρότι τα νοικοκυριά διατηρούν την καλή τους οικονομική θέση μετά την πανδημία. Όπως και η Fed, η ΕΚΤ πρέπει να συσφίξει την πολιτική της για να έχει μια ευκαιρία μάχης για τη σταθερότητα των τιμών, τονίζει η JP Morgan. Η αύξηση κατά 50 μ.β. τερματίζει μια εποχή αρνητικών επιτοκίων στη μεγαλύτερη οικονομία που τα δοκίμασε ποτέ.

Ωστόσο, δεδομένου ότι η ζώνη του ευρώ είναι μια νομισματική ένωση, διακυβεύονται περισσότερα, τώρα που η ΕΚΤ εφαρμόζει πιο επιθετική πολιτική. Καθώς οι πιστωτικές συνθήκες σφίγγουν, τα πιο χρεωμένα κράτη, όπως η Ιταλία, μπορεί να αισθανθούν τις επιπτώσεις πιο έντονα από τα πλουσιότερα κράτη μέλη, όπως η Γερμανία.

Ο κίνδυνος είναι ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατακερματισμό της ενιαίας αγοράς και η πολιτική της ΕΚΤ δεν μεταδίδεται σε όλα τα μέλη με τον ίδιο τρόπο. Έχοντας αυτό κατά νου, η ΕΚΤ αποκάλυψε περαιτέρω ένα εργαλείο «κατά του κατακερματισμού». Ακόμη δεν είναι βέβαιο αν το νέο εργαλείο θα είναι αποτελεσματικό, ή αν θα χρησιμοποιηθεί καν, ενώ λείπουν πολλές λεπτομέρειες.

Οι αγορές σίγουρα το αμφισβητούν, όπως δείχνει η αύξηση των ιταλικών σπρεντ στα υψηλότερα επίπεδα από την κρίση της πανδημίας. Πάντως, είναι σαφές ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής είναι σοβαροί όσον αφορά τον περιορισμό των κινδύνων.

Ο κίνδυνος κατακερματισμού αυξάνεται περαιτέρω, δεδομένου ότι οι πρόωρες εκλογές είναι πλέον αναπόφευκτες στην Ιταλία. Ο πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι παραιτήθηκε, αφού οι προσπάθειες διάσωσης της κυβέρνησης συνασπισμού απέτυχαν. Οι εκλογές θα διεξαχθούν το φθινόπωρο και ο νέος ηγέτης της Ιταλίας θα επιφορτιστεί με την κατοχύρωση της πολιτικής σταθερότητας και την αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες, αλλά θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί σε αυτή την κατεύθυνση.

Σχετικά με τις επιλογές των επενδυτών, η JP Morgan σημειώνει ότι, παρότι στο άμεσο μέλλον η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα υπάρχουν ευκαιρίες, ιδίως σε τομείς που σχετίζονται με τα τρόφιμα, την ενέργεια, την άμυνα και τις υποδομές. Μέχρι τώρα, σε όρους τοπικού νομίσματος, οι ευρωπαϊκές μετοχές (δείκτης Stoxx 600) έχουν απώλειες 11%, έναντι 16% για τον αμερικανικό S&P 500. Όμως, εξαιτίας της υποτίμησης του ευρώ, σε όρους δολαρίου ο ευρωπαϊκός δείκτης υποχωρεί κατά 20%.