Όχι μόνον ο δρόμος. Έχει και το πεζοδρόμιο τη δική του ιστορία. Και αυτή -αν δεν κάνω λάθος- δεν έχει τραγουδηθεί.
Της Μαρίνας Παπαγεωργίου
«Μια πόλη πρέπει να την περπατάς». Αυτό το γνωρίζει κάθε επισκέπτης, ταξιδιώτης και περιηγητής. Ωραίο είναι να το κάνει και ο κάτοικος. Η συνήθεια να περιδιαβαίνεις τις γειτονιές της Αθήνας, μου φαίνεται πως είναι πλέον -ευτυχώς- λίγο μόδα. Καμία αντίρρηση, να γίνει μόδα και να ξαναγίνει αγάπη. Περπατώντας και κοιτώντας τριγύρω και ψηλά, ανακαλύπτει κανείς από την αρχή τους δρόμους, τις στοές, τις προσόψεις, τα κτίρια, τα μπαλκόνια∙ αφουγκράζεται τη ζωή, τους ανθρώπους και το σφυγμό της πόλης, με τα καλά και τα άσχημά της.
Αν όμως κοιτάς και χαμηλά, ανακαλύπτεις κι άλλα πράγματα:
Τα πεζοδρόμια δεν είναι στατικά. Αλλάζουν στο χρόνο, είναι κι αυτά ένα δυναμικό κομμάτι της πόλης.
Είναι ένα ατέλειωτο “patchwork”, μια διαδοχή παράταιρων σχεδίων, υλικών και αποχρώσεων που μεταμορφώνεται διαρκώς. Σαν μια παρδαλή σκυταλοδρομία, οι επενδύσεις των πεζοδρομίων της Αθήνας εναλλάσσονται, όχι μόνο από τετράγωνο σε τετράγωνο, αλλά και κάθε τόσο. Και, προφανώς, στον ίδιο δρόμο, άλλα πλακάκια στη μονή αρίθμηση και άλλα στη ζυγή. Καλωδιώσεις, επισκευές, κατασκευές, ιδιοτροπίες και προτιμήσεις, αλλάζουν άναρχα το χάρτη των πεζοδρομίων, με μπαλώματα από λογιών λογιών πλάκες και πλακάκια.
Ποιος είπε πως η ζωή είναι βαρετή αν μια μέρα σκύψεις το κεφάλι και κοιτάζεις εκεί όπου πατάς;
Μαρμάρινες λευκές ή γκρίζες πλάκες διακόπτονται από κεραμιδί τσιμεντένιες με χαραγμένα καρό ή ρόμβους κι από πλακίδια διαφόρων μεγεθών με οριζόντιες ή διαγώνιες ανάγλυφες γραμμές. Ο διαβάτης βρίσκεται, όχι μόνο σε ένα ασυνάρτητο τοπίο, αλλά και σε διαρκή εγρήγορση. Λείες, «καλοβαλμένες» επιφάνειες ηρεμούν για λίγο μάτια και πόδια και, προτού βαρεθείς, δυο βήματα πιο κάτω σε περιμένει μια περιπετειώδης σειρά από πλακάκια τοποθετημένα όπως όπως. Έχεις μπει στη ζώνη του «ζην επικινδύνως». Σόλες, τακούνια και ροδάκια καροτσιών περνούν από γυαλιστερές και γλιστερές επιφάνειες, σε τραχιές έως και κακοτράχαλες. Με τον καιρό, τα τετράγωνα της κακοτεχνίας «ξεδοντιάζονται» εντελώς και γίνονται αδιάβατα.
Οι διαφορετικοί άνθρωποι πάντως βλέπουν τη ζωή με διαφορετικά μάτια.
Ορισμένες εκδοχές:
- Αν αντιμετωπίζεις τη ζωή με χιούμορ, το παιχνίδι με το πλακάκι έχει κάποια πλάκα, το ίδιο και αν πλήττεις εύκολα.
- Αν διψάς για την τάξη και την αρμονία, σε πιάνει απελπισία. (Ωστόσο, υποθέτω πως ένας επισκέπτης -από την Ελβετία ας πούμε- κουρασμένος από την απόλυτη ομοιομορφία, ενδέχεται να το βρει διασκεδαστικό. Στις διακοπές βλέπεις τα πράγματα αλλιώτικα.)
- Αν είσαι αρχιτέκτονας, πονούν τα μάτια σου, πολύ. Απόγνωση.
- Αν είσαι ονειροπαρμένος, συνθέτεις ιστορίες του πεζοδρομίου μέρα μεσημέρι.
- Αν είσαι αθεράπευτος νοσταλγός και παρελθοντολόγος, αναζητάς σαν ιχνηλάτης τις μαρμάρινες πλάκες κι αναρωτιέσαι πού πήγαν τα σιδερένια ποδόμακτρα που υπήρχαν στις εισόδους των νεοκλασικών για να φεύγουν οι λάσπες από τα παπούτσια.
- Αν είσαι νέος, ανήκεις στην πρώτη κατηγορία (δεν έχεις χάσει ακόμα το χιούμορ σου).
- Αν είσαι ηλικιωμένος, γνωρίζεις ήδη καλά πως η ζωή έχει το ρίσκο της. Προσοχή.
- Αν είσαι γονιός -άρα, προσωρινά με καρότσι- συνειδητοποιείς τι σημαίνει να κυκλοφορείς με καρότσι όλη σου τη ζωή· και θλίβεσαι βαθιά.
- Αν είσαι εικαστικός, θέλεις να κάνεις παρέμβαση στην παρέμβαση.
- Αν είσαι ψώνιο, μπορείς να μιλάς με επιτηδευμένους όρους τεχνοκριτικής: «ένα αναπάντεχα εναλλασσόμενο εικαστικό τοπίο».
- Αν είσαι πλακάς, ειλικρινά, δεν ξέρω τι να υποθέσω. Εξαρτάται από την καλλιτεχνική φλέβα και το χαρακτήρα σου.