Στις 26 Νοεμβρίου υπογράφηκε στο επιβλητικό Προεδρικό Μέγαρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Quirinale στη Ρώμη η ομώνυμη Συνθήκη Ιταλίας – Γαλλίας «για μια ενισχυμένη Διμερή Συνεργασία» από τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι και τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν. Υπό το βλέμμα του Ιταλού Προέδρου Σέρτζιο Ματαρέλα, οι δύο ηγέτες υπέγραψαν μια συμφωνία 12 άρθρων, η οποία καλύπτει… περίπου τα πάντα.
Από τον συντονισμό σε θέματα διπλωματίας και ασφάλειας, στο μεταναστευτικό-προσφυγικό και πριν από τις Συνόδους Κορυφής της ΕΕ, μέχρι τη συνεργασία στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών διαστημικών πυραύλων Ariane και Vega. Η υπογραφή της Συνθήκης συνοδεύτηκε από υπέρπτηση του ακροβατικού σμήνους της Ιταλικής Πολεμικής Αεροπορίας, ενώ δεν έλειψαν οι βαρυσήμαντες δηλώσεις των συμβαλλόμενων μερών, που επικεντρώθηκαν στη μακραίωνη κοινή ιστορική και πολιτισμική πορεία των δύο χωρών και στα κοινά συμφέροντά τους στην Ευρώπη και στον κόσμο, καθώς και στην αποφασιστικότητά τους να προωθήσουν από κοινού την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Βεβαίως, αυτό το κλίμα σύμπνοιας και εγκάρδιας συνεννόησης δεν ήταν διόλου αυτονόητο μέχρι πριν από κάποιους μήνες. Οι λεπτές εσωτερικές ισορροπίες του προηγούμενου ιταλικού κυβερνητικού συνασπισμού και οι αντιθέσεις τόσο της Λέγκας όσο και του Κινήματος 5 Αστέρων είχαν εμποδίσει την υπογραφή της Συνθήκης στο παρελθόν, μολονότι αυτή είχε προταθεί από τον Μακρόν από το 2017. Μάλιστα, τα προηγούμενα χρόνια οι διμερείς σχέσεις Γαλλίας – Ιταλίας είχαν φτάσει σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο, με το Παρίσι να φτάνει στο σημείο να ανακαλέσει (προσωρινά) τον πρέσβη του στη Ρώμη στις αρχές του 2019. Οι δύο χώρες υποστήριξαν αντίπαλα στρατόπεδα στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης, ενώ οι διαφορές τους στο μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα στη Μεσόγειο ήταν επίσης μεγάλες. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας, τον περασμένο Φεβρουάριο, από τον Μάριο Ντράγκι ξεπάγωσε τις διμερείς επαφές και τη σχετική διαδικασία. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα κινήθηκαν γρήγορα.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσει κανείς τη νέα Συνθήκη. Η (υπερβολικά) αισιόδοξη προσέγγιση είναι ότι πρόκειται για μια κίνηση ανάλογης σημασίας με τη Γαλλογερμανική Συνθήκη του 1963 μεταξύ Ντε Γκωλ και Αντενάουερ, που σφράγισε την ιστορική συμφιλίωση μεταξύ των άλλοτε θανάσιμων εχθρών και έδωσε σημαντική ώθηση στη διαδικασία της ειρηνικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και συνεργασίας. Μια άλλη οπτική θα εστίαζε στο αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον που δείχνει το γαλλικό και το ιταλικό βιομηχανικό κεφάλαιο για την περαιτέρω ανάπτυξη των ήδη ισχυρών διμερών οικονομικών σχέσεων. Εξάλλου, πολύ πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα είναι η προσδοκία η ιταλογαλλική Συνθήκη να εδραιώσει έναν δεύτερο πόλο ισορροπίας εντός της ΕΕ, με τον πρώτο να κυριαρχείται, προφανώς, από την Γερμανία και τις λοιπές χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά, άλλως τους «Φειδωλούς». Με την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την Καγκελαρία, ίσως το Παρίσι και η Ρώμη βλέπουν ένα παράθυρο ευκαιρίας να βελτιώσουν κάπως τη θέση τους στο ευρωπαϊκό παίγνιο έναντι του Βερολίνου.
Ενόψει των κρίσιμων και σκληρών αναμετρήσεων που αναμένεται να λάβουν χώρα στα ευρωπαϊκά fora, με κύριο επίδικο την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης μετά την πανδημία και, ειδικότερα, την αναθεώρηση (και σε ποια κατεύθυνση) του Συμφώνου Σταθερότητας, τη χρηματοδότηση της ενεργειακής και ψηφιακής μετάβασης και το εάν το μοντέλο του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι μια προσωρινή ανωμαλία στην κανονικότητα της αέναης λιτότητας, η σύμπηξη μιας ισχυρής συμμαχίας μεταξύ των δύο βασικών κρατών της ομάδας του «Νότου» θα ήταν ευχής έργον. Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται να ενωθεί ο Νότος σε ένα κοινό μέτωπο απέναντι στο Βορρά, και τα σχετικά αποτελέσματα του παρελθόντος δεν ήταν πάντα τα προσδοκώμενα. Ο λόγος δεν είναι μόνο η διαβόητη μη προβλεψιμότητα της ιταλικής πολιτικής σκηνής ή η δυσκολία συντονισμού μεταξύ κρατών που δεν έχουν πάντα τις ίδιες προτεραιότητες ή τους κώδικες επικοινωνίας που υπάρχουν στην ομάδα του Βορρά, αλλά, ίσως ακόμα περισσότερο, η επαμφοτερίζουσα στάση μιας Γαλλίας που μετεωρίζεται ανάμεσα στην ειδική σχέση της με τη Γερμανία, η οποία είναι το θεμέλιο της ευρωπαϊκής της πολιτικής εδώ και δεκαετίες, και στον ηγετικό ρόλο που καλείται να παίξει στο μπλοκ του Νότου. Μια στάση εξισορροπητική, για την οποία, άλλωστε, δύσκολα θα μπορούσε να την κατηγορήσει κανείς.
Μια άλλη προσέγγιση θα έβλεπε τη Συνθήκη του Quirinale στο πλαίσιο της φιλοδοξίας του Εμανουέλ Μακρόν –ο οποίος, συν τοις άλλοις, αντιμετωπίζει μια αρκετά δύσκολη εκστρατεία για την επανεκλογή του στο θώκο της Γαλλικής Προεδρίας το 2022– να διαδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ ως de facto ηγέτης της Ενωμένης Ευρώπης –όσο ενωμένη είναι στις μέρες μας, τέλος πάντων. Πέρα από τις προσωπικές φιλοδοξίες του Μακρόν, η Γαλλία έχει αναπτύξει μια πολυδιάστατη διπλωματία, με στόχο να αυξήσει το ειδικό της βάρος στη διεθνή και ευρωπαϊκή σκηνή. Το Σύμφωνο AUKUS μεταξύ των «αγγλοσαξονικών» δυνάμεων και η συναφής ακύρωση του κολοσσιαίου συμβολαίου για την κατασκευή από τη γαλλική DCNS 12 ωκεάνιων υποβρυχίων για το Πολεμικό Ναυτικό της Αυστραλίας ήταν ένα ισχυρό πλήγμα σε αυτές τις φιλοδοξίες, αλλά αυτό καθόλου δεν μείωσε την ένταση των γαλλικών προσπαθειών pour la gloire. Άλλωστε, ένα μικρό σχετικά τμήμα αυτών των προσπαθειών είναι και το Ελληνογαλλικό Σύμφωνο Αμυντικής Συνεργασίας που υπογράφηκε και κυρώθηκε από τη Βουλή πρόσφατα.
Στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να επισημανθεί ένα κοινό σημείο της ελληνογαλλικής και της ιταλογαλλικής συμφωνίας: αμφότερες ομνύουν στην προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενότητας και στρατηγικής αυτονομίας. Εντούτοις, δεν παύουν να είναι κλασικές διμερείς συμφωνίες μεταξύ κυρίαρχων κρατών, που δεν διαφέρουν στην ουσία τους από εκατοντάδες ανάλογες συνθήκες που έχουν υπογραφεί μεταξύ εθνών-κρατών μέσα στους αιώνες, από τότε που υπάρχουν έθνη-κράτη, αν όχι ακόμα νωρίτερα. Το ευρωπαϊκό στοιχείο υπάρχει και μάλιστα υπερτονίζεται σε επίπεδο συμβολισμού και διακήρυξης αρχών, πλην όμως δυσκολεύεται κανείς να εντοπίσει τους πρακτικούς τρόπους με τους οποίους θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή συνοχή μια πολιτική διαδικασία στενότερης συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ δύο εκ των 27 κρατών-μελών της ΕΕ, όσο ισχυρά και σημαντικά κι αν είναι αυτά.
Τούτων λεχθέντων, η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου έχουν κάθε λόγο να εύχονται καλοτυχία και μακροημέρευση στο νέο ιταλογαλλικό ειδύλλιο. Ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός στο Βερολίνο δεν έχει ακόμα κάνει γνωστές τις προθέσεις του πάνω στα μείζονα ευρωπαϊκά ζητήματα που θα απασχολήσουν τις Ευρωπαϊκές Συνόδους Κορυφής τα επόμενα χρόνια. Ενδέχεται να μας εκπλήξει ευχάριστα, υιοθετώντας μια περισσότερο ισορροπημένη και θετική στάση στη διελκυστίνδα ανάμεσα στη δημοσιονομική επέκταση και τη λιτότητα, ανάμεσα στις πολιτικές συνοχής και στην εσωτερική υποτίμηση.
Ωστόσο, οι πιθανότητές για κάτι τέτοιο θα είναι πολύ μεγαλύτερες εάν στην άλλη πλευρά του τραπεζιού υπάρχει ένας ισχυρός πόλος που θα υποστηρίζει τη θέση ότι η περίφημη επιστροφή στην κανονικότητα κατά τη μετά-Covid εποχή (που όλοι εύχονται να μην αργήσει) δεν μπορεί να μεταφραστεί σε ένα business as usual και στην ολική επαναφορά αποτυχημένων πολιτικών που οδήγησαν την Ευρώπη σε εσωτερικές συγκρούσεις και σημαντική απαξίωση την περασμένη δεκαετία. Εάν αυτός ο πόλος έχει ως βάση του τη Συνθήκη του Quirinale, τόσο το καλύτερο.
Του Γιάννη Γούναρη, Δικηγόρου, LLM London School of Economics, Διδάκτορα Νομικής ΕΚΠΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 2ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων