Η κύρια αιτία του προέρχεται από την επιβράδυνση της ανάπτυξης των οικονομιών, η οποία έχει ως επακόλουθο τη μείωση της ζήτησης ταχύτερα από τη συγκράτηση της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα τη συμπίεση των τιμών και κατ΄ επέκταση των επιτοκίων.
Η Ιαπωνία αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα συμπεριφοράς των αγορών σε περίοδο χαμηλών/αρνητικών επιτοκίων και των αντίστοιχων επιπτώσεων στην οικονομία. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, η απόδοση των κρατικών ομολόγων της χώρας άγγιζε το 10%, για να μειωθεί στα μέσα της δεκαετίας του '90 στο μισό. Γύρω στο 2000, ήταν πέριξ του 1% και σήμερα είναι ελάχιστα επάνω από το μηδέν.
Η ραγδαία μείωση και η παραμονή τους σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε σαν αποτέλεσμα την αδυναμία μέρους των ασφαλιστικών εταιρειών να προσαρμόσουν την εμπορική και επενδυτική πολιτική τους στα νέα δεδομένα, γεγονός που είχε ως συνέπεια επτά εταιρείες του κλάδου να οδηγηθούν σε εκκαθάριση την περίοδο 1997-2003.
Παρόμοιο φαινόμενο έχουμε τα τελευταία χρόνια και στην Ευρώπη. Τα επιτόκια, από το 4% που ήταν το 2009, σήμερα είναι πέριξ του 1%, με τάσεις περαιτέρω μείωσης. Η κεντρική τράπεζα αναμένει ότι το επιτόκιο αναφοράς θα διατηρηθεί στα σημερινά ή και σε χαμηλότερα επίπεδα για μεγάλο ακόμη χρονικό διάστημα, το οποίο θα είναι αρκετά μακρύτερο από το πρόγραμμα ποσοτικής επέκτασης.
Η κατάσταση αυτή επηρεάζει αρνητικά τα αποτελέσματα αλλά και τη φερεγγυότητα των επενδυτικών οίκων, όπως είναι από τη φύση τους οι ασφαλιστικές εταιρείες. Ο βαθμός ποικίλλει, από το επιχειρηματικό μοντέλο κάθε εταιρείας, τα προϊόντα εγγυημένης απόδοσης που έχει διαθέσει, τον τρόπο διαχείρισης των κεφαλαίων της, μέχρι και τις πηγές των κερδών της. Τα χαμηλά επιτόκια επηρεάζουν τις ασφαλιστικές εταιρείες μέσω των αποτελεσμάτων χρήσης, το ποσό των οποίων μειώνεται, καθώς τα κεφάλαια που είναι επενδεδυμένα σε ομόλογα λήγουν, και επανεπένδυση σημαίνει χαμηλότερη απόδοση.
Το ανωτέρω γεγονός μπορεί να οδηγήσει τους υπεύθυνους διαχείρισης χαρτοφυλακίων στην ανάληψη μεγαλύτερων ρίσκων, μέσω επενδύσεων σε αξίες χαμηλότερης πιστοληπτικής διαβάθμισης ή σε εναλλακτικές επενδύσεις υψηλότερου κινδύνου.
Με βάση τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, οι επιπτώσεις των χαμηλών επιτοκίων αναμένεται να είναι πιο έντονες σε ασφαλιστικές εταιρείες μικρού μεγέθους, με κερδοφορία βασισμένη στον κλάδο ζωής και με διαχειριστικά κενά στη διαχείριση ενεργητικού-παθητικού. Το τελευταίο αναδεικνύεται σε θέμα μείζονος σημασίας, η επιτυχής αντιμετώπιση του οποίου μπορεί να δώσει σημαντικές ανάσες στις εταιρείες.
Ο στόχος είναι η κατάλληλη διαχείριση της περιουσίας και των μελλοντικών υποχρεώσεων με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε ο χρόνος κάλυψης των υποχρεώσεων να συμπίπτει με αντίστοιχες ισόποσες λήξεις περιουσιακών στοιχείων, αφού βέβαια λάβουμε υπ΄ όψιν μας και τις μελλοντικές ταμειακές ροές. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνουμε μηδενισμό του επιτοκιακού κινδύνου.
Συμπερασματικά, ενέργειες όπως η άμεση αναδιάταξη των επενδύσεων, η σωστή διαχείριση ενεργητικού-παθητικού, η αλλαγή της εμπορικής πολιτικής και η επαναδιαπραγμάτευση των συμβολαίων του παρελθόντος, αποτελούν τα σημαντικότερα μέσα αντίδρασης κάθε εταιρείας ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία το φαινόμενο των χαμηλών επιτοκίων.