Οριακά ανοδικά έκλεισε το 2021 για τον κλάδο της οργανωμένης λιανικής καταναλωτικών προϊόντων, με ποσοστό 0,6%, εξέλιξη που αποδίδεται κατά μεγάλο μέρος στον πληθωρισμό καθώς εάν δεν υπήρχαν οι ανατιμήσεις η χρονιά θα ήταν αρνητική για τον κλάδο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας μετρήσεων του οργανωμένου λιανεμπορίου IRI, την περυσινή χρονιά ο τζίρος σε αξία των σούπερ μάρκετ (Ηπειρωτική Ελλάδα και Κρήτη μη συμπεριλαμβανομένων πωλήσεων της Lidl) διαμορφώθηκε στα επίπεδα των 7,951 δισ. ευρώ έναντι 7,905 δισ. ευρώ το 2020. Από αυτόν τον τζίρο, το 76,3% (6,065 δισ. ευρώ) προέρχεται από πωλήσεις τυποποιημένων προϊόντων (σταθερού barcode) ενώ το 23,7% (1,886 δισ. ευρώ) αφορά πωλήσεις επί ζυγίω προϊόντων. Την αγορά οδήγησαν τα τρόφιμα, με ανάπτυξη πωλήσεων σε αξία 1% ενώ τα προϊόντα προσωπικής περιποίησης κατέγραψαν πτώση 2,3% και τα προϊόντα σπιτιού επίσης πτώση 3%. Σημειώνεται ότι τα προϊόντα σταθερού barcode εμφάνισαν θετικό πρόσημο στις πωλήσεις τους 0,8% ενώ τα επί ζυγίω προϊόντα αρνητικό στο -0,2%.
Όπως τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Δήμητρα Κατσίπη, Διευθύντρια Πωλήσεων της εταιρείας ερευνών IRI «μετά από μια έντονα ανοδική χρονιά για τα σούπερ μάρκετ το πρώτο έτος εκδήλωσης της πανδημίας στη χώρα, το 2021 αποτέλεσε χρονιά εξορθολογισμού της αγοράς, αναπροσαρμογής των καταναλωτικών συνηθειών αλλά και αφετηρία ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα, μετά από πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή προμηθευτές και λιανέμποροι επιστρέφουν ξανά στις προσφορές και προωθητικές ενέργειες προκειμένου να κερδίσουν μερίδιο αγοράς με αποτέλεσμα η πίεση που ασκείται στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας να είναι μεγαλύτερη».
Εστιάζοντας στις ανατιμήσεις, η κυρίαα Κατσίπη υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI, η μεσοσταθμική αύξηση των τιμών κατά την περυσινή χρονιά στα σούπερ μάρκετ ανήλθε σε 1,9% σε σύγκριση με το 2020. Όπως αναφέρει, οι αυξήσεις τιμών ξεκίνησαν δειλά - δειλά τέλος Αυγούστου και καταγράφονταν κυρίως σε τρόφιμα. Πλέον έχουν ενταθεί και καλύπτουν όλες τις κατηγορίες προϊόντων. Oι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφονται στα προϊόντα ατομικής περιποίησης με 5% (σ.σ. στη συγκεκριμένη κατηγορία είχαν γίνει αλλαγές ΦΠΑ λόγω της πανδημίας του κορονοϊού). Επίσης στα είδη περιποίησης σπιτιού (αύξηση περίπου 1%) και στα τρόφιμα (αύξηση περίπου 2,1%). Σε κάθε περίπτωση πάντως η συμμετοχή των τροφίμων στο σύνολο του τζίρου στα σούπερ μάρκετ είναι στα επίπεδα του 80%, επομένως είναι και η κατηγορία που εκ των πραγμάτων επηρεάζει περισσότερο τις πωλήσεις.
Αξιοσημείωτο είναι ότι παράλληλα με τις αυξήσεις τιμών σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα εντάθηκαν οι προσφορές και οι προωθητικές ενέργειες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI οι προωθητικές ενέργειες κατά τη διάρκεια του περυσινού έτους εντάθηκαν κυρίως στην κατηγορία των τροφίμων (αύξηση 1,3 ποσοστιαίων μονάδων) σχεδόν διπλάσιο από το σύνολο της αγοράς (αύξηση 0,6 ποσοστιαίων μονάδων) με τους προμηθευτές να επενδύουν έντονα στο κανάλι του σούπερ μάρκετ.
«Με τις αυξήσεις των τιμών, οι εταιρείες μπαίνουν σε μια ανταγωνιστική κατάσταση για να μπορέσουν να κερδίσουν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς» αναφέρει η κυρία Κατσίπη και συμπληρώνει: «Στο πλαίσιο αυτό, οι εταιρείες εντείνουν τις προωθητικές τους ενέργειες με στόχο να διατηρήσουν τα μερίδια αγοράς που κέρδισαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας ενώ την ίδια πολιτική συνεχίζουν και εφέτος καθώς η πίεση στα νοικοκυριά, κυρίως λόγω του ενεργειακού κόστους, είναι πολύ μεγάλη».
Ως αποτέλεσμα αυτής της τακτικής των προμηθευτών, πίεση ασκείται στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label). Σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI το μερίδιό τους το 2021 διαμορφώθηκε στο 14,7% από 15,3% το 2020 και 15,6% το 2019. Η ποσοστιαία πτώση πωλήσεων κατά 3,2% αποδίδεται στην ένταση των προωθητικών ενεργειών των επώνυμων προϊόντων. «Η ένταση προώθησης των επωνύμων πάντα επηρεάζει και πιέζει τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Υπό αυτές τις συνθήκες, το 2022 δεν αναμένεται να ξεπεράσουν εύκολα το 15% στο οποίο έχουν σταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια» επισημαίνει η κ. Κατσίπη.
Αναφορικά με την πορεία του τρέχοντος έτους οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για μια ιδιαίτερη χρονιά. Με βάση τα στοιχεία της IRI ο Ιανουάριος ξεκίνησε αρνητικά με υποχώρηση των πωλήσεων τις τρεις πρώτες εβδομάδες συνολικά ενώ λογικά απώλειες θα καταγράψει και η τελευταία εβδομάδα του μήνα, λόγω της κακοκαιρίας και της υποχρεωτικής αργίας με πολλά καταστήματα του κλάδου να υπολειτουργούν. Όπως αναφέρει η κυρία Κατσίπη «καθώς χάθηκε μια εβδομάδα πωλήσεων, ο Ιανουάριος θα κλείσει με αρνητικές πωλήσεις σε αξία, δεδομένου και ότι συγκρίνεται με τον αντίστοιχο περυσινό -σε συνθήκες lockdown - μήνα».
Τα μηνύματα και για το πρώτο τρίμηνο του 2022 κάθε άλλο παρά ευοίωνα είναι. Οι πληθωριστικές πιέσεις στο κόστος ενέργειας, μετακίνησης, θέρμανσης που πιέζουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς δεν αφήνουν πολλές ελπίδες για ένα καλύτερο τρίμηνο. Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αρνητικές πωλήσεις σε όγκο στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων ενώ αποκλιμάκωση αναμένεται στο δεύτερο τρίμηνο.
Σανίδα σωτηρίας για το έτος συνολικά εκτιμάται ότι θα αποτελέσει η περίοδος του εφετινού καλοκαιριού, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για ισχυρή τουριστική κίνηση στα επίπεδα του 2019. Σύμφωνα με την κυρία Κατσίπη, πέρυσι το διάστημα Ιουνίου - Σεπτεμβρίου η αγορά «έτρεξε» με άνοδο πωλήσεων 5,2%. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, όπως σημειώνει, ήταν πολύ θετικό δεδομένων των συνθηκών και η συμβολή του τουρισμού καθοριστική στην επίτευξή του.