Η επεκτατική πολιτική στην οποία προχωρά η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης από την πανδημία φτάνει τα 24 δισ. ευρώ σε ρευστότητα και δημοσιονομικές δαπάνες, ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης μιλώντας στην κοινή συνεδρίαση των επιτροπών Κοινωνικών Υποθέσεων και Παραγωγής - Εμπορίου κατά την δεύτερη ανάγνωση του νομοσχεδίου για τις κυρώσεις των δύο ΠΝΠ του Αυγούστου που εξέδωσε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των αναγκών της κρίσης από την πανδημία.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης, είπε ότι «σήμερα έχουμε τα ταμειακά διαθέσιμα για να κάνουμε πολιτικές παρεμβάσεις για να βοηθήσουμε την κοινωνία και την οικονομία» αλλά αυτό «δεν σημαίνει ότι πρέπει να στείλουμε τα λεφτά των φορολογούμενων σε ένα «ραντεβού στα τυφλά», όπως μας προτείνει η αξιωματική αντιπολίτευση» και τόνισε το πώς θα γίνει αυτή η ενίσχυση της οικονομίας, της αγοράς, των επιχειρήσεων, των εργαζόμενων και της κοινωνίας, εφέτος και του χρόνου, είναι κάτι που θα το εξηγήσει ο Πρωθυπουργός από την Θεσσαλονίκη.
Αναφερόμενος στον πρόσθετο προϋπολογισμό, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών ανέφερε πως αυτός «περιλαμβάνει τα χρήματα που είναι αναγκαία μέχρι το τέλος του έτους , δηλαδή 4 δισ. για δαπάνες που αφορούν τις ανάγκες του κορονοϊού και πάσης φύσεως δαπάνες για την κρίση, 1,4 εκατ. ευρώ για τα αναδρομικά των συνταξιούχων - κλείνοντας έτσι έναν δημοσιονομικό κίνδυνο και χρήματα που θα μπουν την κατάλληλη στιγμή στην αγορά - και 600 εκατ. ευρώ για δαπάνες εξοπλισμών και του μεταναστευτικού».
Δήλωσε αισιόδοξος ότι «η ανάκαμψη θα έρθει σίγουρα από το 2021, αλλά το πότε ακριβώς δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε η υπόλοιπη Ευρώπη σήμερα για αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε έναν δημοσιονομικό προγραμματισμό πέρα του 2021».
Κλειδί πάντως τόνισε, ο κ. Σκυλακάκης για την ανάπτυξη «είναι το εμβόλιο, αλλά κλειδί θα είναι και η διατήρηση της εμπιστοσύνης, της σωστής ψυχολογίας στην οικονομία και την αγορά» υπογραμμίζοντας ότι για να αξιοποιηθούν τα «εξαιρετικά μεγάλα ποσά που κέρδισε η χώρα στην διαπραγμάτευση για το Ταμείο Ανάκαμψης, ποσά που ήταν αδιανόητα πριν την κρίση θα απαιτηθεί μια τεράστια εθνική προσπάθεια προκειμένου να μπορέσουμε να τα απορροφήσουμε αποτελεσματικά τα επόμενα χρόνια» καθώς «η πραγματικότητα των απορροφήσεων ήταν πάντα μελαγχολική τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα».
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών ανέφερε πως από την αρχή της κρίσης, η κυβέρνηση διαχειρίσθηκε με σύνεση και ισορροπημένα την οικονομική δυνατότητα της χώρας. Αρχικά είπε στην πρώτη φάση, το μόνο εργαλείο που είχαμε στην διάθεσή μας για ενίσχυση των πληττόμενων ήταν οι κλάδοι της οικονομίας, μέσω των ΚΑΔ, δυστυχώς όμως ήταν ένα εργαλείο με προβλήματα καθώς μέχρι τότε ούτε οι επιχειρήσεις ούτε και το δημόσιο είχαν δώσει μεγάλη σημασία. Το σωστό εργαλείο που ήρθε στην συνέχεια ήταν η εξατομικευμένη ενίσχυση και αυτή έγινε με δύο κυρίως μέσα, το ένα ήταν η επιστρεπτέα προκαταβολή που όταν προσθέσουμε και την τρίτη δόση που θα δοθεί θα φτάνει τα 3,5 δισ. ευρώ περίπου και το άλλο εργαλείο η προκαταβολή φόρου εισοδήματος που μειώθηκε δραματικά και μηδενίσθηκε και είναι ένα άλλο 1,5 δισ. ευρώ. Αυτά τα δύο εργαλεία συνολικού ύψους 5 δισ. ευρώ ήταν απολύτως εξατομικευμένα».
Ο ίδιος επέκρινε την αντιπολίτευση που κατηγορεί την κυβέρνηση ως υπεύθυνη της ύφεσης που καταγράφει η οικονομία λέγοντας ότι «βιώνουμε την μεγαλύτερη ύφεση από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά στην παγκόσμια οικονομία. Η ύφεση αυτή είναι απολύτως εξωγενής, όχι για εμάς, αλλά για το σύνολο των οικονομιών και προέρχεται από την υγειονομική κρίση Η Ελλάδα αυτή την ύφεση στο πρώτο εξάμηνο την αντιμετώπισε έχοντας χαμηλότερη μέση ύφεση από τον μέσο όρο ύφεσης της ευρωζώνης. Ακόμα και στο δεύτερο τρίμηνο, που έγινε το μεγαλύτερο τμήμα της γενικευμένης καραντίνας, είχαμε μια ύφεση στον μέσο όρο της ευρωζώνης» άρα θεωρεί η αντιπολίτευση και ειδικά η αξιωματική αντιπολίτευση, ότι η κυβέρνηση έφερε το -15,2% ύφεση, αυτός ο ισχυρισμός δεν έχει λογική βάση, δεν εδράζεται στα πραγματικά στοιχεία. Είναι ένας ισχυρισμός που απλώς υπονομεύει την αξιοπιστία του δικού της πολιτικού λόγου και δεν αφορά καθόλου την κυβέρνηση».