Με Άποψη

Σκληρό φθινόπωρο για τη νομισματική ένωση


Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν είχαν συσσωρευθεί ταυτόχρονα τόσες εκκρεμότητες και προκλήσεις:

  • Η μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης με σημείο αναφοράς την πρόταση Μακρόν ώστε να υπάρξει κοινή θωράκιση και αλληλεγγύη στην περίπτωση νέας κρίσης στο Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα αλλά και να αμβλυνθούν οι περιφερειακές και εσωτερικές κοινωνικές αποκλίσεις.
  • Η αντιμετώπιση του ιδιότυπου απομονωτισμού-προστατευτισμού και ταυτόχρονα μονομερούς παρεμβατισμού που έχει χαράξει ο Τραμπ εδώ και ενάμιση χρόνο. Άμεση προτεραιότητα για την ΕΕ είναι η διαμόρφωση κοινής στάσης απέναντι στην απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν αλλά και απέναντι στην επαπειλούμενη επιβολή δασμών στις ευρωπαϊκές εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου.
  • Η περαιτέρω πορεία της διεύρυνσης με επόμενο σταθμό τα Δυτικά Βαλκάνια στην σκιά των βλέψεων για κατοχύρωση τοπικών ερεισμάτων από ΗΠΑ, Ρωσία και Τουρκία. Στην Σύνοδο Κορυφής στη Σόφια καταγράφηκαν για μια ακόμη φορά οι επιφυλάξεις της Γαλλίας, η οποία θέτει την εμβάθυνση ως προαπαιτούμενο της διεύρυνσης.
  • Το προσφυγικό-μεταναστευτικό με τη διαίρεση της ΕΕ να βαθαίνει και να παγιώνεται ανάμεσα στις χώρες πρώτης γραμμής και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης κατά κύριο λόγο. Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Υποσαχάρια Αφρική καθιστούν πολύ πιθανή την αύξηση των προσφυγικών ροών.
  • Τέλος για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αναζητείται φόρμουλα διευθέτησης όχι μόνον της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ αλλά και το πλαίσιο που θα διέπει τις σχέσεις των δύο πλευρών την επόμενη ημέρα του Brexit.

Σε όλα τα παραπάνω ανοικτά μέτωπα υπάρχει μια σχέση συγκοινωνούντων δοχείων: Αν δεν μπορεί να βρεθεί κοινός παρονομαστής Γερμανίας-Γαλλίας με σημείο αναφοράς την πρόταση Μακρόν για μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, τότε δεν προκύπτει ούτε κοινή στάση απέναντι στον Τραμπ, ούτε μπορούν να γίνουν ουσιαστικά βήματα προς την διεύρυνση ούτε επιμερισμός του κόστους της διαχείρισης το προσφυγικού- μεταναστευτικού.

Σε όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί ή μάλλον να επιδράσει καταλυτικά η ιταλική κρίση. Μετά το «ναυάγιο» της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού του Κινήματος των 5 Αστέρων και της Λέγκας στον καθηγητή Κόντε είναι πλέον βέβαιο ότι η χώρα βαδίζει με υπηρεσιακό Πρωθυπουργό τον Κοταρέλι σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτό ακόμη και μέσα στο καλοκαίρι, μια ψηφοφορία η οποία στην πράξη θα έχει χαρακτήρα δημοψηφίσματος αν όχι για την παραμονή στην ή την έξοδο από την Ευρωζώνη, τουλάχιστον για τη συμμόρφωση με ή την απόκλιση από το πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Το βέβαιο σήμερα είναι ότι οι παρ ολίγον κυβερνητικοί εταίροι θα δώσουν τη μάχη των νέων εκλογών για μια κυβέρνηση αποφασισμένη όχι μόνον να μην προβεί σε περαιτέρω περικοπές στο όνομα της συμμόρφωσης με το Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά αντίθετα να αυξήσει τις δαπάνες με στόχο την αναθέρμανση της οικονομίας  και την μείωση τη ανεργίας.

Με άλλα λόγια, η εγκατάλειψη της ρητορικής που άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο καθιέρωσης παραλλήλου νομίσματος αλλά και διεξαγωγής δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι της Ιταλίας στην Ευρωζώνη από μόνη της ούτε αρκεί αλλά ούτε καταγράφεται από Βρυξέλλες, Βερολίνο και Αγορές ως ρεαλπολιτίκ προσαρμογής των αντισυστημικών και των ακροδεξιών λαϊκιστών στην κυβερνητική διαχείριση και τα περιοριστικά της πλαίσια.

Πρώτη δοκιμασία για τις ισορροπίες της Ρώμης με τις Βρυξέλλες αλλά και το Βερολίνο θα υπάρξει περί τα μέσα Οκτωβρίου, όταν θα πρέπει να υποβληθεί προς έγκριση στην Κομισιόν ο Προϋπολογισμός του 2019.

Έτσι το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι πως η ιταλική κρίση θα επηρεάσει τα ανοικτά μέτωπα διαπραγμάτευσης που απαριθμήθηκαν παραπάνω.

Άγνωστη μεταβλητή παραμένει η στάση των αγορών, εάν θα δώσουν περίοδο χάριτος στην Ευρωζώνη ή αν θα προεξοφλήσουν το αδιέξοδο και αρχίσουν να πιέζουν για πρώτη φορά μετά το 2012 την Ιταλία, προκαλώντας ένα ντόμινο αύξησης του κόστους δανεισμού σε όλους τους αδύνατους κρίκους της Ευρωζώνης.

Πρώτο και κυρίαρχο ερώτημα είναι πως η ιταλική κρίση θα επηρεάσει τη γαλλογερμανική διαπραγμάτευση για διαμόρφωση με ορίζοντα τη Σύνοδο Κορυφής στα τέλη Ιουνίου ενός οδικού χάρτη για τις μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη.

Η εικόνα και χωρίς την ιταλική κρίση -από τις δηλώσεις Σόλτς, την ομιλία Μακρόν στο Άαχεν και το Μανιφέστο των 154 Γερμανών Οικονομολόγων- αποτυπώνει μια επί της ουσίας περιχαράκωση-αναδίπλωση του Βερολίνου απέναντι στο σχέδιο Μακρόν με πραγματικό ζητούμενο πλέον να σωθούν τα προσχήματα στην Σύνοδο του Ιουνίου, να σταλεί το μήνυμα ότι η εμβάθυνση κινείται αργά αλλά δεν έχει βραχυκυκλωθεί ως δυναμική.

Πώς θα λειτουργήσει η ιταλική κρίση; Θα είναι κίνητρο ρεαλιστικής προσαρμογής του Βερολίνου ώστε οι κραδασμοί της να απορροφηθούν σε μια εξελικτική δυναμική περισσότερης συνοχής και αλληλεγγύης ή θα δώσει νομιμοποίηση στις ανησυχίες των οπαδών της ακινησίας στο σημερινό στάτους κβο της Ευρωζώνης με το επιχείρημα ότι κάθε υποχώρηση θα ενθαρρύνει και πέραν της Ιταλίας μια γενικευμένη αμφισβήτηση της δημοσιονομικής μονομερούς και μόνιμης λιτότητας; Την απάντηση θα την διαμορφώσουν σε μεγάλο, αν όχι σε καθοριστικό, βαθμό οι αγορές: Θα αντιδράσουν κατά κύριο λόγο στην ανταρσία της Ρώμης κατά του Συμφώνου Σταθερότητας ή στην περιχαράκωση της Γερμανίας σε μια αδιαλλαξία που θα εξωθήσει την Ιταλία στο δίλημμα «προσαρμογή άνευ όρων ή σύγκρουση χωρίς ορατότητα για το τοπίο της επόμενης μέρας»;

Μια ΕΕ και Ευρωζώνη που δεν θα μπορεί να συμφωνήσει ως προς το πως θα αντιμετωπίσει την ιταλική κρίση είναι δύσκολο να συμφωνήσει σε μια ατζέντα συνολικής μεταρρύθμισης-εμβάθυνσης, σαν και αυτή που παρουσίασε στα τέλη Σεπτεμβρίου ο Μακρόν στη Σορβόννη.
Στην ίδια λογική δεν μπορεί να υπάρξει αποφασιστική και αποτελεσματική αντίσταση στην πολιτική Τραμπ χωρίς κοινή στρατηγική για το μέλλον της Ευρώπης.

Μια σύγκριση των συναντήσεων Μακρόν και Μέρκελ στην Ουάσιγκτον με τον Τραμπ και στη συνέχεια με τον Πούτιν από τη μία των, με την αποφασιστική αντίθεση των Σιράκ και Σρέντερ στην εισβολή Μπους στο Ιράκ την άνοιξη του 2003 μιλά από μόνη της: Τότε η φωνή της Ευρώπης ακούσθηκε και βάρυνε καθώς Παρίσι και Βερολίνο είχαν καταλήξει σε ένα συμβιβασμό που λίγους μήνες μετά πήρε τη μορφή της, ατυχήσασας αργότερα στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, Συνταγματικής Συνθήκης.

Τούτων λεχθέντων, ο Γάλλος Πρόεδρος βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση καθώς αναζητεί κοινό προγραμματικό παρονομαστή ανάμεσα σε μια Γερμανία που συνεχίζει στη γραμμή πλεύσης που χάραξε ο Σόιμπλε και μια Ιταλία που δεν θέλει αλλά και δεν μπορεί να συνεχίσει στο πλαίσιο της Ευρωζώνης έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε από την έναρξη της κρίσης την άνοιξη του 2010 μέχρι και σήμερα.

Το παραπάνω σκηνικό συνολικά στρώνει «κόκκινο χαλί» για την εκλογική εκτόξευση  στις ευρωεκλογές της άνοιξης του 2019 των κάθε μορφής λαϊκιστικών, «αντισυστημικών» ευρωσκεπτικιστικών πολιτικών σχηματισμών στο σύνολο ΕΕ και Ευρωζώνης.

*Περιλαμβάνεται στο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Διαβαστε επισης