Τα υφάσματα της αρχαίας Ελλάδας έμοιαζαν με εκείνα της Μέσης Ανατολής, ενώ τα αντίστοιχα της Ιταλίας είχαν στενότερες συγγένειες με την Κεντρική Ευρώπη. Αυτό αποκαλύπτει η πρώτη εξονυχιστική συγκριτική έρευνα του είδους της, που έγινε σε απομεινάρια υφασμάτων της περιόδου 1000 - 400 π.Χ. από επιστήμονες στη Βρετανία. (Στη φωτογραφία: ύφαρμα 6ου αιώνα π.Χ από την Κέρκυρα. Πηγή: Artex)
Η μελέτη επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας διαφορετικής υφαντουργικής παράδοσης και κουλτούρας ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ιταλία κατά το πρώτο ήμισυ της προ Χριστού χιλιετίας.
Η ερευνήτρια δρ Μαργαρίτα Γκλέμπα του Ινστιτούτου Αρχαιολογικών Ερευνών ΜακΝτόναλντ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, που έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Antiquity" (Αρχαιότητα), ανέλυσε λεπτομερώς εκατοντάδες ορυκτοποιημένα τμήματα υφασμάτων που έχουν διασωθεί από εκείνη την εποχή.
Η δημιουργία υφασμάτων είναι μία από τις πρώτες τεχνολογίες των ανθρώπων και μία από τις σημαντικότερες από άποψη απασχόλησης ανθρώπων και πολιτισμικού αντίκτυπου στην αρχαιότητα. Όμως είναι δύσκολο να μελετηθούν τα αρχαία υφάσματα, επειδή σπάνια διασώζονται ιδίως στη Μεσόγειο, όπου οι κλιματολογικές συνθήκες δεν ευνοούν τη διατήρηση οργανικών υλικών. Συχνά όμως τέτοια ευρήματα ανακαλύπτονται σε ορυκτοποιημένη μορφή.
«Ευτυχώς για εμάς, στη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου οι άνθρωποι θάβονταν μαζί με πολλά μεταλλικά αντικείμενα, όπως προσωπικά διακοσμητικά, όπλα και άλλα. Αυτά τα μέταλλα ευνοούν τη διατήρηση των υφασμάτων, καθώς το μέταλλο ουσιαστικά σκοτώνει τους μικροοργανισμούς που αλλιώς θα κατέστρεφαν τα οργανικά υλικά, ενώ από την άλλη τα άλατα των μετάλλων βοηθούν τη διατήρηση των ινών των υφασμάτων» δήλωσε η Γκλέμπα.
Με τον τρόπο αυτό, έχουν διασωθεί αρκετά -συνήθως μικροσκοπικά- τμήματα υφασμάτων αρχαιοελληνικής και ιταλικής προέλευσης (192 από την Ιταλία και 107 από την Ελλάδα). Η ανάλυσή τους με ψηφιακά και ηλεκτρονικά μικροσκόπια, με υγρή χρωματογραφία υψηλής πίεσης και με άλλες εξελιγμένες μεθόδους έδωσε νέες πληροφορίες για τα αρχαία υφάσματα, επιτρέποντας και μια καλύτερη σύγκρισή τους, όσον αφορά τις χρησιμοποιηθείσες πρώτες ύλες, τη διάμετρο των νημάτων, τον τρόπο ύφανσης κ.α.
Οι τεχνικές διαφορές που διαπιστώθηκαν, δείχνουν ότι κατά την Εποχή του Σιδήρου τα ιταλικά υφάσματα είχαν μεγαλύτερες ομοιότητες με τα υφάσματα του βόρειου πολιτισμού Χάλστατ, που είχε εξαπλωθεί στη σημερινή Γερμανία, Αυστρία και Σλοβενία, Αντίθετα η υφαντουργική κουλτούρα της αρχαίας Ελλάδας εμφανιζεται πιο συγγενική με την αντίστοιχη στην Εγγύς και Μέση Ανατολή.
«Υπάρχει πληθώρα στοιχείων για τις συχνές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας κατά το πρώτο ήμισυ της πρώτης χλιετίας π.Χ., όμως τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι οι υφαντουργικές παραδόσεις τους ήσαν τεχνολογικά, αισθητικά και συμβολικά πολύ διαφορετικές. Αυτό σημαίνει ότι οι πληθυσμοί σε αυτές τις δύο περιοχές έκαναν συνειδητές επιλογές να ντύνονται με ορισμένο διακριτό τρόπο, ο οποίος πιθανώς είχε να κάνει με τις διαφορετικές παραδόσεις που είχαν διαμορφωθεί ήδη από την Εποχή του Χαλκού», ανέφερε η Γκλέμπα.
Μάλιστα, πρόσθεσε, «στα ρωμαϊκά πια χρόνια, η εγκαθίδρυση ελληνικών αποικιών στη Νότια Ιταλία και οι γενικότερες ανατολίτικες επιρροές που παρατηρούνται στην κουλτούρα των ιταλικών πληθυσμών, δείχνει μια βαθμιαία εξαφάνιση της γηγενούς υφαντουργικής παράδοσης». Με άλλα λόγια, οι Ιταλοί άρχισαν να ντύνονται περισσότερο σαν Έλληνες και μεσανατολίτες (ώσπου μετά από πολλά χρόνια πήραν την εκδίκησή τους λανσάροντας την ιταλική μόδα στους σύγχρονους Έλληνες!).
Δείτε την επιστημονική δημοσίευση στη διεύθυνση: https://doi.org/10.15184/aqy.2017.144