Μια «τέλεια καταιγίδα» για τους δανειολήπτες με στεγαστικά δάνεια, ιδιαίτερα όσους έχουν λάβει δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, αρχίζουν να φοβούνται τα στελέχη των τραπεζών το 2023, καθώς τα νοικοκυριά θα βρεθούν υπό τη συνδυασμένη πίεση των αυξανόμενων ευρωπαϊκών επιτοκίων, της μεγάλης αύξησης στο κόστος διαβίωσης και της απότομης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο μεγάλος φόβος στο τραπεζικό σύστημα είναι ότι τα χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων των τραπεζών, που εξυγιάνθηκαν με μεγάλες προσπάθειες και υψηλό κόστος τα τελευταία χρόνια, θα επιβαρυνθούν από ένα νέο κύμα προβληματικών δανείων, τη στιγμή μάλιστα που, παρά την εξυγίανση -η οποία έγινε, κυρίως, μέσω τιτλοποιήσεων, το ποσοστό των κόκκινων στεγαστικών παραμένει πολύ υψηλό και πολλαπλάσιο του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τράπεζες, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, έχουν καταφέρει να μειώσουν τα κόκκινα στεγαστικά χαμηλότερα από τα 3,2 δισ. ευρώ, ενώ στα τέλη του 2019, πριν αρχίσουν οι μεγάλες τιτλοποιήσεις, το υπόλοιπο ανερχόταν σε 23,7 δισ. ευρώ -μια μείωση περίπου κατά 86%. Ωστόσο, το συνολικό χαρτοφυλάκιο στεγαστικών έχει μειωθεί στα 31,2 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων στο χαρτοφυλάκιο να παραμένει διψήφιος, στο 10,2%.
Τραπεζικά στελέχη υπογραμμίζουν ότι τους τελευταίους μήνες αρχίζει να παρατηρείται μια αύξηση των προσωρινών καθυστερήσεων στα στεγαστικά χαρτοφυλάκια δανείων, που ακόμη δεν χαρακτηρίζεται ως ανησυχητική, όμως δεν παύει να κρατά σε εγρήγορση τις τράπεζες, καθώς τα χειρότερα βρίσκονται μπροστά. Σύμφωνα με πληροφορίες, περίπου ένα στα δέκα στεγαστικά έχουν περάσει μέσα στο 2022 στο, κατά τα λογιστικά πρότυπα, Στάδιο 2, δηλαδή εμφανίζουν καθυστέρηση που ξεπερνά τον ένα μήνα, αλλά όχι και τους τρεις, που θα οδηγούσε στην κατηγοριοποίησή τους στο Στάδιο 3 (μη εξυπηρετούμενα).
Τα στελέχη των τραπεζών εκτιμούν ότι το 2023 θα είναι, στην πραγματικότητα, το έτος του δυσκολότερου τεστ αντοχής των δανειοληπτών με στεγαστικά δάνεια και της δοκιμασίας των τραπεζών στη διαχείριση αυτού του νέου προβλήματος. Πολλά σύννεφα θα συγκεντρωθούν ταυτόχρονα στον ορίζοντα τον επόμενο χρόνο, καθώς:
- Τα επιτόκια όχι μόνο θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά όλα δείχνουν ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε αυξήσεις πολύ μεγαλύτερες από το μέχρι πρόσφατα αναμενόμενο, καθώς ο πληθωρισμός είναι ιδιαίτερα επίμονος, η Fed εξαιρετικά επιθετική στη δική της πολιτική και το ευρώ παραμένει σταθερά σε επίπεδα αρνητικού ρεκόρ 20ετίας. Σήμερα, το κυρίαρχο σενάριο λέει ότι ως το τέλος του έτους η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε άλλες δύο αυξήσεις, κατά 0,75% και 0,50%, φθάνοντας σε μια σωρευτική αύξηση κατά 2,50%. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, και η δεύτερη δόση να είναι μεγάλη (0,75%), ανεβάζοντας τη σωρευτική αύξηση στο 2,75%. Οι αυξήσεις αυτές περνούν στο σύνολό τους στις δόσεις δανειοληπτών με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, που αποτελούν την πλειονότητα των στεγαστικών στην ελληνική αγορά. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται πλέον η εκτίμηση Στουρνάρα, ότι ίσως και από το β’ εξάμηνο του 2023 η ΕΚΤ θα πάει σε μείωση επιτοκίων, καθώς ήδη η Fed έχει προδιαγράψει διατήρηση της αυστηρής πολιτικής ολόκληρο το 2023 και ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη αποδεικνύεται εξαιρετικά επίμονος. Με αυτά τα δεδομένα, οι «φουσκωμένες» δόσεις στεγαστικών δεν αναμένεται να αρχίσουν να μειώνονται πριν το 2024.
- Οι μακροοικονομικές προοπτικές γίνονται εξαιρετικά αρνητικές για τα νοικοκυριά, καθώς στον υψηλό πληθωρισμό, που συμπιέζει το διαθέσιμο εισόδημα, θα προστεθεί το 2023 η απότομη οικονομική επιβράδυνση, η οποία θα φέρει μια νέα ισχυρή πίεση στα εισοδήματα. Ο ρυθμός ανάπτυξης θα ξεπεράσει φέτος το 5%, αλλά το 2023, σύμφωνα με την πρόβλεψη του ΥΠΟΙΚ θα πέσει απότομα στο 2,2%. Η πρόβλεψη αυτή θεωρείται αισιόδοξη. Η τελευταία εκτίμηση, για παράδειγμα, από τον οίκο Fitch έκανε λόγο για ύφεση το 2023, με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,2%. Σε κάθε περίπτωση, το σοκ της απότομης επιβράδυνσης θα γίνει αισθητό ιδιαίτερα στα νοικοκυριά μέσου και χαμηλού εισοδήματος και αναπόφευκτα θα επηρεάσει τη συμπεριφορά τους στην αποπληρωμή των δανείων, καθώς μάλιστα τα περισσότερα έχουν ήδη προχωρήσει σε περικοπές δαπανών από το 2022, για να αντεπεξέλθουν στις ανατιμήσεις βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Εκτός όλων των άλλων, ήδη από το 2022 «σβήνει» η θετική επίδραση στα οικονομικά των νοικοκυριών από τις επιδοματικές πολιτικές της περιόδου της πανδημίας, ενώ τα μέτρα στήριξης που θα εφαρμοσθούν το 2023 θα αφορούν κυρίως τη μερική κάλυψη του αυξημένου κόστους της ενέργειας, μέρος του οποίου όμως θα μείνει στα νοικοκυριά.
Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, οι τράπεζες θεωρούν αναπόφευκτη την αύξηση των καθυστερήσεων στα στεγαστικά, χωρίς να τολμούν προβλέψεις για την έκταση που θα λάβει το πρόβλημα. Η οδηγία της ΕΚΤ είναι να σπεύσουν οι τράπεζες να σχηματίσουν αυξημένες προβλέψεις για πιστωτικές απώλειες ήδη από τα τέλη του 2022 και τις αρχές του 2023, ώστε να μην βρεθούν εκτεθειμένες σε δυσάρεστες εκπλήξεις. Οι ίδιες οι τράπεζες θέλουν να αντιμετωπίσουν τις όποιες με πιέσεις με ευελιξία, προσφέροντας λύσεις στους καταναλωτές για τη διευκόλυνση της εξυπηρέτησης των δανείων, προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα.