Επιστρέφουν οι ανησυχίες για την πορεία των ελληνικών τραπεζών με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις οικονομικές του συνέπειες. Τη θέση των προσδοκιών για εξυγίανση χαρτοφυλακίων, βελτίωση κερδοφορίας και διανομή μερισμάτων από τις ελληνικές τράπεζες παίρνουν πλέον οι φόβοι για συγκράτηση της πιστωτικής επέκτασης και εμφάνιση νέων κόκκινων δανείων.
Ακόμη και μετά τη βαθιά διόρθωση των τιμών των ελληνικών τραπεζικών μετοχών, ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, ο κλαδικός δείκτης κρατάει διψήφιο ποσοστό κερδών από την αρχή της χρονιάς (10,1%), αντανακλώντας τις προσδοκίες για μεγάλο «γύρισμα» των τραπεζών μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση και την περίοδο της πανδημίας, καθώς για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια οι τραπεζικές διοικήσεις εμφανίζονται έτοιμες για διανομή μερισμάτων (πρώτες αναμένεται να το κάνουν η Εθνική και η Eurobank το 2023 και το 2024 η Alpha και η Πειραιώς).
Όμως, η ισχυρή ανάκαμψη των τραπεζικών μετοχών μετά τη «βουτιά» που ήταν αποτέλεσμα του πολέμου φαίνεται ότι «σκάλωσε» στα τέλη του προηγούμενου μήνα. Από τις 498,73 μονάδες στις 29 Μαρτίου, ο κλαδικός δείκτης υποχώρησε σήμερα στις 479,02, δηλαδή περίπου 4% χαμηλότερα.
Το ζήτημα που αρχίζει να προβληματίζει όλο και εντονότερα την αγορά, παρότι γενικά δεν αμφισβητείται η βελτίωση της κατάστασης στις τράπεζες, είναι η αλλαγή του μακροοικονομικού σεναρίου για την Ελλάδα και η επίδραση που μπορεί αυτό να έχει στους ισολογισμούς και τα αποτελέσματα του τραπεζικού τομέα. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη «προσγειώνονται» από το 4-5% στο 3%, στην καλύτερη περίπτωση, ενώ για τον πληθωρισμό εκτιμάται ότι μπορεί και να πλησιάσει το 5% φέτος.
Αυτές οι αρκετά βίαιες αλλαγές στις οικονομικές προοπτικές αναμένεται να προκαλέσουν κύματα συνεπειών στο τραπεζικό σύστημα, ιδιαίτερα αν αποδειχθεί ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει πολύμηνη διάρκεια: το «φρενάρισμα» της ανάπτυξης θα δυσκολεύσει την προσπάθεια των τραπεζών για να αυξήσουν δυναμικά τις χορηγήσεις δανείων, ώστε να βελτιώσουν την κερδοφορία τους, ενώ ο συνδυασμός βραδύτερης ανάπτυξης και ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων θα αυξήσει τις καθυστερήσεις στα δάνεια των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Τις τελευταίες ημέρες, «καμπανάκια» για το τραπεζικό σύστημα χτύπησαν το ΔΝΤ και ο οίκος Moody’s:
- Από την πλευρά του Ταμείου επισημάνθηκε ότι, παρά την ταχεία εξυγίανση των ισολογισμών εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις. Οι αρχές, υπογραμμίζει το ΔΝΤ, θα πρέπει να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τους κινδύνους που απορρέουν από νέες εισροές Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, μόλις αποσυρθούν πλήρως τα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών και να διασφαλίσουν επαρκή ταξινόμηση των προβληματικών δανείων και σχηματισμό προβλέψεων. Το ΔΝΤ σημειώνει ότι απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την αποκατάσταση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα. Τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την απορρόφηση ζημιών από τιτλοποιήσεις Μη Εξπηρετούμενων Δανείων πρέπει να αναπληρωθούν για να διασφαλισθούν επαρκή αποθέματα ασφαλείας για τον μετριασμό των μελλοντικών κλυδωνισμών. Βραχυπρόθεσμα, αυτό μπορεί να απαιτήσει αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και ισχυρότερα διαρθρωτικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Οι αρχές, συνιστά το Ταμείο, θα πρέπει να συνεργαστούν με τους Ευρωπαίους εταίρους για την αντιμετώπιση του υψηλού μεριδίου των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στα τραπεζικά κεφάλαια.
- Στην ανάλυσή της για την ελληνική οικονομία που δημοσιεύθηκε σήμερα και δείχνει ότι απομακρύνεται η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης, ενώ «κουρεύεται» σε 3% η πρόβλεψη για την ανάπτυξη φέτος, η Moody’s τονίζει ότι ο τραπεζικός τομέας ένα από τα κύρια ασθενή σημεία της ελληνικής οικονομίας. Αναφέρει ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο 16% τον Σεπτέμβριο του 2021 από 33% στο τέλος του 2020 και 49% στο τέλος του 2017, ενώ μειώθηκε περαιτέρω, κοντά στο 10%, στο τέλος του 2021. Όμως, παραμένει ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει επίσης ότι οι ευπάθειες παραμένουν, καθώς οι καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεχίζονται, αν και με περιορισμένο ρυθμό. Οι ελληνικές τράπεζες, τονίζει η Moody’s, είναι από τις πιο αδύναμες στην ΕΕ όσον αφορά τη φερεγγυότητα και την κερδοφορία και έχουν την υψηλότερη εξάρτηση από τα καθαρά έσοδα από τόκους (σ.σ.: στην Ευρώπη μεγάλο μέρος των εσόδων προέρχονται από προμήθειες).