Οικονομία

Πρέσινγκ των Ευρωπαίων για πλεονάσματα με φόντο τις εκλογές


Κλιμακώνονται οι ευρωπαϊκές πιέσεις για μια αρκετά επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή το 2023, με το πέρασμα από μια τριετία ελλειμμάτων σε υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα. Οι πιέσεις των Βρυξελλών δεν είναι άσχετες με το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει εισέλθει σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και οι κοινοτικοί τεχνοκράτες φοβούνται ότι η διετία 2022 - 2023 θα χαρακτηρισθεί από σημαντικές αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους.

Κύρια πηγή ανησυχίας για τους κοινοτικούς είναι η αύξηση του ελληνικού χρέους στη διετία της πανδημίας, που ήταν η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε ήδη το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επιπλέον, η κυβέρνηση φαίνεται ότι δυσκολεύεται σοβαρά να εξαλείψει τα υψηλά ελλείμματα που εμφανίσθηκαν στη διετία της πανδημίας και να περάσει το 2023 σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα που θα είναι συμβατό με τη βιωσιμότητα του χρέους.

Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, έκρινε σκόπιμο χθες, μία ημέρα πριν δημοσιευθεί η νέα έκθεση αξιολόγησης στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, να υπενθυμίσει στην κυβέρνηση ότι το χρέος παραμένει πολύ υψηλό και έχει ιδιαίτερη σημασία «η επιστροφή σε μια ισχυρή δημοσιονομική θέση, όπως συνέβαινε στην περίοδο πριν την πανδημία».

Αυτή η αναφορά προκάλεσε αίσθηση στην Αθήνα, που βρισκόταν ως τώρα σε κλίμα χαλαρότητας για τα δημοσιονομικά, με την ελπίδα ότι θα διατηρηθεί και το 2023 η ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και, σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα θα μπορέσει να εμφανίσει ένα μικρό πλεόνασμα, χωρίς να υπάρξει αντιπαράθεση με τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς.

Όμως, το μήνυμα που περνά ο Γερμανός επικεφαλής του ESM κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Ουσιαστικά υπενθυμίζει αυτό που αναμένεται να σημειώσουν και στη σημερινή τους έκθεση οι Θεσμοί, δηλαδή ότι η Ελλάδα έχει αναλάβει από το 2018 τη δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 3,5% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και 2,2% στο διηνεκές.

Οι Θεσμοί ξεκαθαρίζουν στις εκθέσεις εποπτείας ότι θα ισχύει υπό όρους για την Ελλάδα η εξαίρεση από τους δημοσιονομικούς κανόνες, με βάση τη ρήτρα διαφυγής: θα έχει μεν τη δυνατότητα να αποκλίνει από τους στόχους που έχουν καθορισθεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, υπό τον όρο, όμως, ότι «αυτό δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».

Έτσι, ουσιαστικά η δημόσια παραίνεση του Ρέγκλινγκ για πλεονάσματα που θα ανέλθουν στα ίδια επίπεδα με την περίοδο πριν την πανδημία οριοθετεί το σημείο εκκίνησης της διαπραγμάτευσης από την πλευρά των Θεσμών για τον στόχο για το πλεόνασμα του 2023 και σηματοδοτεί την πρόθεσή τους να μην επιτρέψουν στην κυβέρνηση μια... διαφυγή με ένα μικρό πλεόνασμα, που θα απέχει πολύ από το 3,5% του ΑΕΠ.

Αυτή η διαπραγμάτευση δεν θα είναι εύκολη για την κυβέρνηση, καθώς ήδη, παρά την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, τα δημοσιονομικά μεγέθη βρίσκονται σε τροχιά απόκλισης από τους στόχους και αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον οι επικαιροποιημένοι στόχοι που θα περιληφθούν στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα:

  • Ο στόχος για το φετινό πρωτογενές έλλειμμα αρχικά υπολογιζόταν στο 0,5% του ΑΕΠ, στη συνέχεια όμως «φούσκωσε» στο 1,4%. Είναι πολύ πιθανό, όμως, να υπάρξουν αποκλίσεις, λόγω της ενεργειακής κρίσης και της έξαρσης του πληθωρισμού. Ήδη στο υπουργείο Οικονομικών ανησυχούν ότι οι ενισχύσεις για το ρεύμα θα παραταθούν πολύ περισσότερο από όσο αναμενόταν και είναι ενδεχόμενο να μην μπορούν να καλυφθούν πλέον από τα έσοδα από δημοπρατήσεις δικαιωμάτων ρύπων, αλλά να απαιτηθεί να συνεισφέρει ο κρατικός προϋπολογισμός. Επιπλέον, ο πληθωρισμός θα ξεπεράσει σε μέσα επίπεδα φέτος το 3%, έναντι πρόβλεψης στον προϋπολογισμό για 0,8%, κάτι που σημαίνει ότι θα διατηρηθεί η πίεση στην κυβέρνηση για εισοδηματική στήριξη και άλλες διευκολύνσεις στους οικονομικά ασθενέστερους.
  • Το αρκετά υψηλό έλλειμμα του 2022 θα κάνει δυσκολότερη την προσπάθεια για επάνοδο σε πλεόνασμα το 2023. Το ερώτημα, που σε μεγάλο βαθμό συνδέεται και με τις νέες αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους από τους Θεσμούς, είναι αν θα επιμείνουν σε ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα, της τάξεως του 3% ή και περισσότερο, ή αν θα συμβιβασθούν με ένα πλεόνασμα γύρω στο 1,5% που θα προτιμούσε το οικονομικό επιτελείο. Στην περίπτωση που θα χρειασθεί μια μεγάλη δημοσιονομική διόρθωση το 2023, πιθανότερο σενάριο είναι να προτιμήσει η κυβέρνηση τον δρόμο των εκλογών, παρά να κληθεί να «στήσει» τον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς με τόσο υψηλό δημοσιονομικό στόχο.

Στην ευρύτερη συζήτηση που θα ανοίξει, σχετικά με τον μακροπρόθεσμο στόχο για τα πλεονάσματα, η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι θα επιδιώξει να αλλάξει η συμφωνία του 2018 για πλεόνασμα 2,2% στο διηνεκές και να υιοθετηθεί ένα πιο ήπιος στόχος, όπως έχει δηλώσει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θ. Σκυλακάκης. Όμως, και αυτή η διαπραγμάτευση θα είναι δύσκολη, καθώς θα πρέπει να δεχθούν οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί ότι έχουν αλλάξει προς το καλύτερο βασικές παράμετροι της εξίσωσης για τη βιωσιμότητα του χρέους, όπως ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης.