Πολιτική

Πόσο θα επηρεάσει τις εκλογές στις ΗΠΑ το χρήμα των δισεκατομμυριούχων;


Σε καμία άλλη χώρα του πλανήτη δεν διοχετεύονται τόσα χρήματα στις προεκλογικές εκστρατείες, όσα στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.

Το 2020 οι Μπάιντεν και Τραμπ ξόδεψαν συνολικά περίπου 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια για τον προεκλογικό τους αγώνα – ποσό διπλάσιο από τις εκλογές του 2016,που αποτελεί ρεκόρ στην πολιτική ιστορία.

Το ίδιο γίνεται και φέτος. Μόνο τον Ιούλιο η Κάμαλα Χάρις έλαβε χορηγίες 310 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ οι δωρεές στον Ντόναλντ Τραμπ ανήλθαν σε 138 εκατομμύρια δολάρια.

Ο προεκλογικός αγώνας δεν χρηματοδοτείται από τους πολίτες που προσφέρουν μικροποσά, αλλά πρωτίστως από τα εκατομμύρια που δίνουν οι ζάπλουτοι ιδιώτες και επιχειρήσεις.

Ο δισεκατομμυριούχος Τζορτζ Σόρος και ο γιός του Άξελ, οι οποίοι είναι γνωστό πως προβαίνουν σε χορηγίες δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, και ο Ριντ Χόφμαν, συνιδρυτής του Linkedin και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Microsoft, στήριξαν με μεγάλα ποσά την Χάρις. Οι δισεκατομμυριούχοι Τίμοθι Μέλον και Έλον Μασκ  εξέφρασαν εμπράκτως - με μεγάλες χορηγίες - τον Τραμπ.

Πάντως οι ειδικοί υποστηρίζουν πως όσο μεγάλες και αν είναι οι χορηγίες, δεν μπορούν να αλλάξουν εντελώς το εκλογικό αποτέλεσμα. Μπορούν όμως να καθορίσουν την έκβαση των εκλογών όταν οι διαφορές στα ποσοστά των υποψηφίων είναι οριακές.

Όσο μεγαλύτερος είναι όμως ο χορηγός, τόσο μεγαλώνει η υποψία πως τα χρήματα που δίνει πρόκειται να επηρεάσουν την πολιτική που θα ασκήσει ο υποψήφιος σε περίπτωση εκλογής του.

Η συζήτηση για το αν πρέπει να τεθούν όρια στις χορηγίες κρατούσε επί δεκαετίες – μέχρι το 2010, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διαμόρφωσε το νομικό πλαίσιο που ισχύει έως και σήμερα.

Το Δικαστήριο έκρινε πως κάθε περιορισμός της χρηματοδότησης των πολιτικών προεκλογικών εκστρατειών αποτελεί λογοκρισία και ως εκ τούτου είναι παράνομος.

 Οι περιορισμοί, το "φύλλο συκής" και ο χορός των δισ.

Από το 2010 μπορεί κανείς να συγκεντρώσει σε χορηγίες όσα λεφτά θέλει, ως επιχείρηση, τράπεζα, συνδικάτο, ομάδα συμφερόντων ή ως πλούσιος ιδιώτης. Περιορισμοί υπάρχουν όσον αφορά τις απευθείας χορηγίες στους υποψηφίους: Ενα άτομο μπορεί να δωρίσει μέχρι 6.600 δολάρια.

 Αυτό είναι ένα "φύλο συκής" για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα: Πολύ μεγαλύτερα χρηματικά ποσά μπορούν να δοθούν μέσω των Επιτροπών Πολιτικής Δράσης (PAC). Αυτές αποτελούν οργανισμούς που στηρίζουν κάποιον υποψήφιο. Ιδρύονται συνήθως από επιχειρήσεις, συνδικάτα ή ομάδες συμφερόντων και μαζεύουν τις χορηγίες των μελών τους.

Κι εδώ υπάρχουν περιορισμοί: Κάθε μέλος ενός PAC μπορεί να δώσει μέχρι 5.000 ευρώ τον χρόνο. Πέραν αυτών κάθε πολίτης μπορεί να δώσει έως και 41.300 δολάρια ετησίως στο κάθε κόμμα.

Υπάρχουν όμως τα "Super PACs" , οι Επιτροπές για τις οποίες δεν προβλέπεται κανένα ανώτατο όριο. Τα Super PACs αποτελούν κάτι σαν ανεξάρτητες ομάδες lobbying, οι οποίες μπορούν να μαζέψουν όσα χρήματα θέλουν – είτε από ιδιώτες είτε από επιχειρήσεις και παντός είδους χορηγούς.

Τα χρήματα αυτά δεν μπορούν να δοθούν απευθείας στους υποψηφίους. Μπορούν να δαπανηθούν για προεκλογική διαφήμιση-προβολή  ενός υποψηφίου και των απόψεων του. Μοναδική προϋπόθεση είναι να μη γίνεται η διαφήμιση αυτή σε «συντονισμό» με το εκλογικό γραφείο του υποψηφίου.

Κερδίζει ο υποψήφιος με τις περισσότερες χορηγίες;

Πόσο πολύ επηρεάζουν όμως όλα αυτά τα εκατομμύρια δολάρια τον προεκλογικό αγώνα; «Οι έρευνες δείχνουν πως όλες αυτές οι χορηγίες δεν αλλάζουν ριζικά τον προεκλογικό αγώνα για τις προεδρικές εκλογές», λέει ο Γιόργκ Χέμπενστραϊτ, ερευνητής στο πανεπιστήμιο της Ιένα. «Αμφότεροι οι υποψήφιοι είναι συνήθως γνωστοί. Και το εάν θα επενδυθούν 100 εκατομμύρια δολάρια παραπάνω στην προεκλογική εκστρατεία του ενός ή του άλλου, δεν θα επηρεάσει αποφασιστικά το αποτέλεσμα των εκλογών».

Χρειάζεται φυσικά ένα μίνιμουμ χορηγιών. Ομως τα λεφτά δεν θα κάνουν τη διαφορά. Αυτό αποδείχθηκε άλλωστε στις εκλογές του 2016, όπου η Χίλαρι Κλίντον συγκέντρωσε περισσότερα χρήματα σε χορηγίες από τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά τελικά αυτό δεν ήταν αρκετό για να κερδίσει τις εκλογές.

Οι πλούσιοι επιχειρηματίες, οι δισεκατομμυριούχοι και γενικώς οι μεγάλοι χορηγοί επιδιώκουν φυσικά και να επηρεάσουν την πολιτική που θα ακολουθήσει ο επόμενος πρόεδρος.

«Παρατηρείται συχνά, ιδίως μετά το 2016 με  πρόεδρο τον Τραμπ, να προσφέρονται υψηλά κυβερνητικά αξιώματα στους μεγαλύτερους χορηγούς», τονίζει ο Χέμπενστραϊτ. Πρωτίστως όμως οι χορηγοί εξασφαλίζουν με αυτόν τον τρόπο πρόσβαση στους υποψηφίους. Έτσι, όταν πρόκειται για παράδειγμα να ψηφιστεί ένας σημαντικός νόμος και τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα ενδέχεται να τεθούν σε κίνδυνο, μπορεί να επιδιώξουν να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις, όπως εξηγεί ο ειδικός.

Διαφωνούν οι ψηφοφόροι

Λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο αμερικανικός λαός είναι μάλλον αντίθετος στις υπερβολικά μεγάλες χορηγίες. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Pew Research Center πάνω από επτά στους δέκα Αμερικανούς ενήλικες θεωρούν πως πρέπει να τεθούν περιορισμοί στο ύψος των χορηγιών από ιδιώτες και οργανισμούς για τις προεκλογικές εκστρατείες.

Επιπλέον, οκτώ στους δέκα ερωτηθέντες πιστεύουν πως οι χορηγοί των πολιτικών εκστρατειών έχουν υπερβολικά μεγάλη επιρροή στα μέλη του Κογκρέσου και συνεπώς στη λήψη αποφάσεων. Δισεκατομμυριούχοι όπως ο Έλον Μασκ καταφέρνουν μέσω των χορηγιών να έχουν λόγο στις πολιτικές αποφάσεις

Παρά την αντίθεση του εκλογικού σώματος, είναι μάλλον απίθανο να μειωθούν οι χορηγίες, εκτιμά ο Χέμπενστραϊτ. Μιά τέτοια πρόταση δεν θα υπερψηφιζόταν από το Κογκρέσο

 Ιδιωτικά media και κομματικοί μηχανισμοί "μιάς χρήσεως"

Η διαφορά από τις ευρωπαϊκές και άλλες χώρες είναι ότι στις ΗΠΑ δεν υπάρχει κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων. Το κόστος των εκστρατειών το επωμίζονται εξ ολοκλήρου τα κόμματα, οι υποψήφιοι πρόεδροι και οι "φίλοι" τους.

Οι προεκλογικές καμπάνιες είναι πολύ πιό δαπανηρές στις ΗΠΑ για δύο λόγους:

  • Τα μέσα ενημέρωσης είναι όλα ιδιωτικά και η πολιτική διαφήμιση πληρώνεται ακριβά
  • Στις ΗΠΑ ο κομματικός μηχανισμός ουσιαστικά… χτίζεται από την αρχή σε κάθε εκλογές. Τα κόμματα έχουν χαλαρή οργάνωση και δεν διαθέτουν εκλογικούς μηχανισμούς. Τους δημιουργούν κάθε 4 χρόνια και είναι... "μιάς χρήσεως"

ΠΗΓΗ: Deutsche Welle