«Μονά - ζυγά» υπέρ των εταιρειών διαχείρισης δανείων και των funds: Kάπως έτσι περιγράφουν νομικοί το τοπίο που θα δημιουργηθεί, εάν ο Άρειος Πάγος κρίνει τελικά ότι οι servicers έχουν τη νομιμοποίηση να επισπεύδουν πλειστηριασμούς, ακόμη και αν δεν έχουν εφαρμόσει τη ρύθμιση του νόμου του 2015, η οποία τους υποχρεώνει να προτείνουν έγκαιρα στους δανειολήπτες μια ρύθμιση του δανείου τους.
Στη συζήτηση που έγινε την Παρασκευή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η εισήγηση του αντεισαγγελέα Π. Παναγιωτόπουλου δικαίωσε τράπεζες και servicers, καθώς έκρινε ότι μπορούν να προχωρούν σε τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων με τις εξαιρετικά ευέλικτες διαδικασίες του νόμου 3156/2003, αλλά και να επισπεύδουν πλειστηριασμούς για λογαριασμό των funds, επικαλούμενες έναν άλλο νόμο, τον 4354/2015.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν νομικοί, με βάση το σκεπτικό αυτής της εισήγησης, που ταυτίζεται με τις θέσεις που ανέπτυξαν ενώπιον του Αρείου Πάγου οι χρηματοδοτικοί φορείς, θα διαμορφωθεί ένα νομικό τοπίο που θα στερεί από τους δανειολήπτες ένα βασικό δικαίωμα, το οποίο προβλεπόταν στον νόμο 4354 για τις εταιρείες διαχείρισης δανείων.
Ο νόμος αυτός όριζε ότι ήταν υποχρεωμένες οι τράπεζες, πριν προχωρήσουν σε πώληση δανείων να υποβάλουν στους δανειολήπτες πρόταση για τη ρύθμιση των οφειλών τους. Κατ' αναλογία, λένε νομικοί, αυτό θα έπρεπε να ισχύσει και τις τιτλοποιήσεις, εφόσον οι εταιρείες διαχείρισης έχουν το δικαίωμα να διαχειρίζονται και τιτλοποιημένα δάνεια.
Ειδικότερα, ο νόμος του 2015 όριζε ότι για να προσφερθούν προς πώληση (να δοθούν σε funds) οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτωεξυπηρετούμενα δάνεια, εφόσον ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1α του ν. 2251/1994, αναγκαία προϋπόθεση είναι
- να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013).
Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει.
- Επί μεταβιβάσεως απαιτήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων και πιστώσεων ο νέος εκδοχέας συνεχίζει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας από το στάδιο που ήταν πριν τη μεταβίβαση.
Οι τράπεζες ουδέποτε εφάρμοσαν αυτή την πρόβλεψη για υποχρεωτική υποβολή πρότασης ρύθμισης, επιλέγοντας να τιτλοποιήσουν με συνοπτικές διαδικασίες μη εξυπηρετούμενα δάνεια με βάση τον νόμο του 2003, ώστε να προχωρήσει γρήγορα η εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους. Τώρα, οι δανειολήπτες κινδυνεύουν να βρεθούν μπροστά σε πλειστηριασμούς που θα επισπεύδουν μαζικά οι εταιρείες διαχείρισης δανείων, ενώ δεν είχαν την ευκαιρία να ρυθμίσουν τα δάνειά τους πριν αυτά τιτλοποιηθούν.
Ενδεικτική των ανησυχιών που έχουν οι νομικοί παραστάτες των δανειοληπτών είναι η ανακοίνωση που εξέδωσε το δικηγορικό γραφείο «Κ. ΛΕΚΚΑΚΟΥ & Συνεργάτες», που εκπροσώπησε στη συνεδρίαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου την Ένωση Ξενοδοχείων Ηρακλείου. Μεταξύ άλλων, στην ανακοίνωση τονίζεται ότι «η μη τήρηση των διατάξεων του νεότερου Νόμου 4354/2015 και δη των ασφαλιστικών δικλείδων που αυτός προβλέπει για την προστασία των δανειοληπτών είναι μη ανεκτή από το Δίκαιο, και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να επιδοκιμαστεί από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου».
Ειδικότερα, στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι:
- Η δικηγόρος Κωνσταντίνα Λεκκάκου ανέπτυξε κατά την ακροαματική διαδικασία τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των δυο εξεταζόμενων από το Ανώτατο Δικαστήριο νόμων, ήτοι του Ν. 3156/2003 και του Ν.4354/2015, και το κατά πόσο αλληλοκαλύπτονται ή συγκρούονται τα πεδία εφαρμογής τους, δεδομένου ότι η εξέλιξη εφαρμογής του ν.3156/2003 κατέληξε να άπτεται σχεδόν αποκλειστικά – της είσπραξης των ΜΕΔ (Μη εξυπηρετούμενων Δανείων). Η κρίση επί της αποκλειστικής ή αναλογικής εφαρμογής των δυο νομοθετημάτων θα επιφέρει σημαντικότατες επιπτώσεις τόσο στην οικονομική και νομική όσο και κοινωνική πραγματικότητα.
- Επισημάνθηκε ότι η επιλογή του Ν.3156/2003, που αφορά στις τιτλοποιήσεις τραπεζικών απαιτήσεων και την άντληση κεφαλαίων από τις Τράπεζες που απευθύνονται στις διεθνείς αγορές, με ανάθεση της διαχείρισης απαιτήσεων σε εταιρείες διαχείρισης του ν.4354/2015, ο οποίος θεσμοθετήθηκε για να ανταποκριθεί στην ανάγκη που είχε προκύψει αντιμετώπισης των «κόκκινων δανείων» και στην ανάγκη εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων των τραπεζών κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης με ταυτόχρονη πρόβλεψη ασφαλιστικών δικονομικών δικλείδων υπέρ των οφειλετών και ταυτόχρονα εναρμόνισης αυτού με το υφιστάμενο δικαιϊκό σύστημα, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη a la carte επίκληση εκ μέρους των εταιρειών διαχείρισης αποκλειστικά της δικονομικής ιδιότητας που αναγνωρίζεται κατά τον ν.4354/2015, παρορώντας τους άνω δικονομικούς και ουσιαστικούς περιορισμούς που θέτει ο νεότερος αυτός νόμος για την επίτευξη της ισορροπίας των μερών και την τήρηση της δημοσιότητας, της προδικασίας και της διαφάνειας έχει βαρύτατες συνέπειες για τους δανειολήπτες.
- Παρά το γεγονός ότι βάσει του Ν.4354/2015 προβλέπεται ρητή υποχρέωση και επιταγή της μη χειροτέρευσης της δικονομικής, ουσιαστικής και οικονομικής θέσης του τρίτου οφειλέτη (άρθρο 3 παρ. 7 του Ν.4354/2015), η τακτική που ακολουθείται επιλέγοντας τον ν.3156/2003, ο οποίος προβλέπει σημαντικές αποκλίσεις από όλο το υπόλοιπο εσωτερικό δικαιϊκό σύστημα (αποκλίσεις δημοσιότητας, ειδικότητας προδικασίας και άλλες), πλήττει τα ουσιαστικά και δικονομικά δικαιώματα των δανειοληπτών, οι οποίοι χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας ως ασθενέστερα πρόσωπα και προκαλεί διατάραξη της ισορροπίας των μερών και ανασφάλεια δικαίου.
- Αναφέρθηκαν περιπτώσεις δικαστηριακής πρακτικής με τις οποίες αναδείχθηκαν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε συχνά στις αίθουσες των δικαστηρίων, όπου δεν αποδεικνύεται ο αληθής δικαιούχος της απαίτησης, τα στοιχεία του αληθούς διαχειριστή και η ύπαρξη ή μη του δικαιώματος είσπραξης της απαίτησης στο πρόσωπο αυτού.
- Ως διαπιστώθηκε, οι οφειλέτες συχνά εμπλέκονται σε δικαστικούς αγώνες έχοντας να αντιμετωπίσουν ένα πολυδαίδαλο επιχειρηματικό σχήμα, με συμμετοχή αλλοδαπών εταιρειών επενδυτές, οίκους αξιολόγησης, ένα δαιδαλώδες πλέγμα -άδηλων στους οφειλέτες – συμβατικών εγγράφων με διαφορετικές, διακριτές συμβάσεις, ανά αντικείμενο, ανά συμβαλλόμενους, οι οποίες – βάσει του νομοθετικού πλαισίου του ν. 3156/2003 – διέπονται από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων ως προς το περιεχόμενο των συμφωνιών των μερών, ενώ αντίθετα ο ν. 4354/2015 διέπεται από τις εκ του νόμου αναγκαστικού Δικαίου και συστατικού τύπου περιοριστικές διατάξεις, η παράβαση των οποίων επάγει πλήρη και απόλυτη ακυρότητα, ελεγχόμενη και αυτεπαγγέλτως.
- Από ένα τέτοιο δαιδαλώδες και άδηλου περιεχομένου πλέγμα διμερών και πολυμερών συμβάσεων επέρχεται μία ανεπίτρεπτη ΧΕΙΡΟΤΈΡΕΥΣΗ της θέσης του οφειλέτη εφόσον δεν μπορεί να ελέγξει από επίσημα έγγραφα ΤΗΝ ΎΠΑΡΞΗ, ΤΗΝ ΈΚΤΑΣΗ ΤΟ ΕΊΔΟΣ της διαχειριστικής εξουσίας, όπως αν έχει χορηγηθεί στις εταιρείες διαχείρισης εντολή είσπραξης ή εντολή διαχείρισης και παρακολούθησης της είσπραξης.
- Αποτέλεσμα της εφαρμογής του ν. 3156/2003 στην αναγκαστική εκτέλεση και η εξ αυτού του λόγου ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ είναι συχνά το να ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ οι οφειλέτες ΜΑΤΑΙΑ ΕΝΑΝ ΕΚΠΡΌΣΩΠΟ ΤΟΥ «FUND» για να διαπραγματευθούν την ρύθμιση της οφειλής τους, η οποία επιβαρύνεται χωρίς δική τους ολιγωρία και ευθύνη με τόκους υπερημερίας ή ακόμα και ζητήσουν την αναστολή του εις βάρος τους πλειστηριασμού αλλά ουδείς εμφανίζεται ως δικαιούχος και αρμόδιος για τους σκοπούς αυτούς.
- Όπως επισημάνθηκε η μη τήρηση των διατάξεων του νεότερου Νόμου 4354/2015 και δη των ασφαλιστικών δικλείδων που αυτός προβλέπει για την προστασία των δανειοληπτών είναι μη ανεκτή από το Δίκαιο, και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να επιδοκιμαστεί από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου..