Τη διαδικασία φορολόγησης των αναδρομικών μισθών και συντάξεων αποσαφηνίζει το υπουργείο Οικονομικών, καθορίζοντας ποιες αναδρομικές αποδοχές φορολογούνται με ειδικό, ευνοϊκό τρόπο και ποια αναδρομικά φορολογούνται με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Συγκεκριμένα διευκρινίζεται, πως ανάλογα με το χρόνο που αφορούν τα αναδρομικά και το χρόνο που καταβλήθηκαν είτε φορολογούνται αυτοτελώς με 20% είτε προστίθενται στα εισοδήματα των ετών που αφορούν, και να φορολογηθούν συνολικά, που σημαίνει αυξημένη φορολογική επιβάρυνση.
Ειδικότερα, με έγγραφη που έδωσε στη Βουλή, ο υφυπουργός Οικονομικών, Απόστολος Βεσυρόπουλος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση βουλευτών για τη φορολόγηση των αναδρομικών των συνταξιούχων, αναφέρει κατά αρχήν, ότι στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, καθώς και στις πρόσθετες αμοιβές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, διενεργείται παρακράτηση με συντελεστή 20% στο καταβαλλόμενο ποσό ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά.
Στην πρώτη περίπτωση, η φορολογία είναι ευνοϊκή, αλλά στη δεύτερη η επιβάρυνση μπορεί να φτάσει μέχρι και στο 45%, αναλόγως φυσικά με το συνολικό ύψος των εισοδημάτων, που δηλώνει ο φορολογούμενος.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομοθεσία, «Ποσά, τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων συντάξεων συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες επιβλήθηκαν το 2012 και αφορούν το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, καταβάλλονται άτοκα στους δικαιούχους».
Όπως προσθέτει, τα καταβαλλόμενα ποσά είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη προς τη Φορολογική Διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τα Ασφαλιστικά Ταμεία ή τα Πιστωτικά Ιδρύματα.
Επίσης, κατά την καταβολή των ποσών αυτών, δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου, ούτε παρακράτηση ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Επιπλέον, ως χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του. Κατ’ εξαίρεση για τις αγροτικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος της είσπραξής τους, εκτός από την περίπτωση που εισπράττονται αναδρομικά κατόπιν ένστασης ή δικαστικής απόφασης, όπου χρόνος κτήσης τους δύναται να θεωρείται και ο χρόνος στον οποίο ανάγονται.
Ειδικά για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττονται το έτος 2014 και μετά και εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο ή προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο το έτος στο οποίο ανάγονται, υπάγονται σε φόρο με βάση τις διατάξεις του έτους που ανάγονται.
Ακόμη, στην απάντησή του ο κ. Βεσυρόπουλος, προσθέτει, ότι, ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων υπολογίζεται με βάση την ετήσια φορολογική δήλωση του φορολογούμενου και το ποσό της φορολογικής οφειλής καθορίζεται κατόπιν έκπτωσης:
- του φόρου που παρακρατήθηκε,
- του φόρου που προκαταβλήθηκε,
- του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή.