Χρηστικά

Πώς δικαιολογούνται οι «φουσκωμένες» καταθέσεις


Τρόπους δικαιολόγησης των «φουσκωμένων» καταθέσεων παρέχει η νομοθεσία, εφόσον βέβαια δεν προέρχονται από φοροδιαφυγή ή από «μαύρο χρήμα».
Οι έλεγχοι της εφορίας επί των τραπεζικών λογαριασμών εντείνονται και έχουν θέσει ως στόχο επαγγελματίες με «ροπή» προς τη φοροδιαφυγή, των οποίων οι καταθέσεις αντιπαραβάλλονται με τις φορολογικές τους δηλώσεις.
Στόχος είναι ο εντοπισμός περιπτώσεων παράνομου πλουτισμού, καθώς και η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων η οποία δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα. Στο πλαίσιο αυτό, το ειδικό σχέδιο της ΑΑΔΕ έθεσε ως στόχο συγκεκριμένες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών.
Όμως, με την αναντιστοιχία εισοδημάτων και φορολογικών δηλώσεων, μπορεί να μπλέξει ο οποιοσδήποτε φορολογούμενος και να κληθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
Δηλαδή, ο ελεγχόμενος πρέπει να αποδείξει την πραγματική πηγή ή αιτία της κατάθεσης και ότι έχει φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί της φορολογίας. Αν τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομίσει δεν κριθούν ικανοποιητικά, οι καταθέσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως προϊόν φοροδιαφυγής και υπόκεινται σε φόρο, ο οποίος μαζί με τις προσαυξήσεις μπορεί να φτάσει μέχρι το 90% του ποσού που δεν δικαιολογείται.
Αν το ποσόν του κύριου φόρου που θα επιβληθεί από τον έλεγχο είναι πάνω από 150.000 ευρώ ανά ελεγχόμενη χρήση, κινείται αυτεπάγγελτα και η ποινική διαδικασία.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις εγκυκλίους που έχει εκδώσει η ΑΑΔΕ, οι φορολογούμενοι δεν έχουν πρόβλημα εάν τα ποσά των καταθέσεων δικαιολογούνται από τα τρέχοντα ή από εισοδήματα των προηγουμένων οικονομικών ετών ή από μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων.
Επίσης, γενική αρχή της νομοθεσίας είναι πως «η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις/καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα».
Αυτό σημαίνει ότι το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό, αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μη δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό. Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
Πρόβλημα μπορεί να υπάρξει με μεταφορές ποσών μεταξύ των μελών της οικογένειας. Οι ελεγκτικές αρχές δεν θεωρούν ως αιτιολογημένες καταθέσεις, μεταφορές ποσών που έγιναν από λογαριασμούς π.χ. της/του συζύγου, των τέκνων κ.λπ., οι οποίοι δεν ελέγχονται. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει ομοίως να αποδειχθεί ότι τα μεταφερόμενα ποσά προέρχονται από φορολογηθέντα ή απαλλασσόμενα έσοδα.
Ακόμη, ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.

Οι «γραμμές άμυνας»

Οι τρόποι άμυνας των φορολογουμένων που θα κληθούν αν δικαιολογήσουν αδήλωτες καταθέσεις είναι:

  1. Τα ποσά για τα οποία δεν αποδεικνύεται η προέλευσή τους θεωρούνται προϊόν φοροδιαφυγής ή ύποπτα προς διερεύνηση εάν δεν δικαιολογούνται από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων ή δηλωθέντα εισοδήματα, εκτός και αν προκύπτουν από μη αναλωθέντα εισοδήματα προηγουμένων οικονομικών ετών. Δηλαδή στον λογαριασμό κάποιου φορολογούμενου εντοπίζονται 500.000 ευρώ, το 2013, ενώ τα δηλωθέντα εισοδήματα είναι 30.000 ευρώ το χρόνο. Εάν αποδείξει ότι το ποσό προέρχεται από δηλωθέντα  εισοδήματα των προηγουμένων οικονομικών ετών, τότε δεν έχει πρόβλημα.
  2. Δεν θεωρείται ύποπτη η πίστωση σε λογαριασμό χρηματικού ποσού του οποίου η προέλευση είναι εμφανής, π.χ. από πώληση ακινήτου ή μετοχών κ.λπ. Αυτό ισχύει ακόμα και αν ατό το ποσό δεν έχει συμπεριληφθεί στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καταλογισμός του φόρου γίνεται αναλόγως του είδους του εισοδήματος (π.χ. από ακίνητα, από κεφάλαιο κ.λπ.).
  3. Δεν υπάρχει πρόβλημα όταν η πίστωση ενός τραπεζικού λογαριασμού προέρχεται από χρέωση άλλου τραπεζικού λογαριασμού του ίδιου φορολογούμενου. Προϋπόθεση βέβαια είναι το ποσό που βρισκόταν στον λογαριασμό προέλευσης να είναι δικαιολογημένο. Δεν εξετάζεται επίσης ο χρόνος που μεσολάβησε από την ανάληψη από τον ένα λογαριασμό και την κατάθεση στον άλλον λογαριασμό.
  4. Ο ελεγχόμενος μπορεί να μην προσκομίσει στοιχεία για τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, εάν έχει παρέλθει ο χρόνος εντός του οποίου υποχρεούται να διατηρεί τα έντυπα στοιχεία της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών. Ωστόσο εάν η φορολογική αρχή, έχει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι  υπάρχει φοροδιαφυγή, τότε υπάρχει πρόβλημα.
  5. Επίσης, αν η απόκτηση χρηματικού ποσού προέρχεται από φορολογικά έτη στα οποία δεν επιτρέπεται η επέκταση του ελέγχου (προ του 2012) οι σχετικές πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες.
Διαβαστε επισης