«Ψαλίδι» στις επιδοτήσεις στους καταναλωτές για τα υπέρογκα κόστη που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση επιδιώκουν να βάλουν οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, που άρχισαν ήδη τη συζήτηση σχετικών σχεδίων, όπως η επιβολή πλαφόν στις επιδοτήσεις για τους λογαριασμούς ρεύματος.
Υπό το βάρος της επερχόμενης ύφεσης και των αυξανόμενων δημοσιονομικών πιέσεων και καθώς η έλλειψη ευρωπαϊκού συντονισμού στα μέτρα στήριξης οδηγεί σε ανισορροπίες, καθώς οι πιο ισχυρές χώρες, όπως η Γερμανία, ενεργοποιούν μεγάλα πακέτα στήριξης, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης κάνουν σήμερα την πρώτη σοβαρή συζήτηση για την επιβολή κοινών περιορισμών στις επιδοτήσεις που μπορούν να δίνονται από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Πρόκειται για μια δύσκολη άσκηση, που δεν αναμένεται να οδηγήσει γρήγορα σε κάποια συμφωνία, ώστε να αναλάβει αμέσως μετά η Κομισιόν να καταρτίσει ένα κοινό πλαίσιο κανόνων. Όπως συμβαίνει και σε σχέση με τις πολιτικές για την ενεργειακή κρίση, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν διαφορετικές προτεραιότητες σε ό,τι αφορά τα προγράμματα στήριξης των καταναλωτών και σημαντικές διαφορές στα όρια δημοσιονομικής αντοχής τους.
Η γερμανική κυβέρνηση, για παράδειγμα, προκάλεσε οργή στην Ευρώπη τον Σεπτέμβριο, όταν ανακοίνωσε ένα σχέδιο για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων αξίας έως και 200 δισ. ευρώ, ένα ποσό που λίγες χώρες μπορούν να καλύψουν και το οποίο, όπως λένε οι επικριτές του Βερολίνου, απειλεί τον θεμιτό ανταγωνισμό εντός της ενιαίας αγοράς της ΕΕ.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν παρουσιάσει μέχρι στιγμής σημαντικά προγράμματα στήριξης των καταναλωτών, τα οποία έχουν επικριθεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως υπερβολικά γενναιόδωρα, ενώ θεωρείται ότι αυξάνουν το ήδη μεγάλο δημόσιο χρέος στη ζώνη του ευρώ και καθιστούν δυσκολότερη την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό που έφτασε το 10,7% τον Οκτώβριο. Η Κομισιόν και η ΕΚΤ έχουν προτρέψει τις κυβερνήσεις να περιορίσουν τη χρονική διάρκεια των μέτρων στήριξης και να τα στρέψουν μόνο στα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά.
Αρχίζοντας τη δύσκολη στροφή μακριά από τις υπερβολικά γενναιόδωρες επιδοτήσεις, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης συμφώνησαν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο ότι η κυβερνητική βοήθεια θα πρέπει να είναι στοχευμένη και προσωρινή, αλλά λίγες είναι προς το παρόν οι κυβερνήσεις που έχουν κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση. «Τα μέτρα δεν ήταν τόσο στοχευμένα και προσωρινά όσο είχε προγραμματιστεί, τα περισσότερα από αυτά είχαν ευρεία κλίμακα», δήλωσε στο Reuters ανώτερος αξιωματούχος της ευρωζώνης που συμμετείχε στην προετοιμασία των συνομιλιών των υπουργών.
Το πλαφόν για το ρεύμα
Το κύριο μέτρο που συζητείται σήμερα από τους υπουργούς και η υιοθέτησή του θα είχε σοβαρές επιδράσεις στην πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης για τη στήριξη των καταναλωτών ρεύματος είναι η επιβολή ενός ανώτατου ορίου μηνιαίας κατανάλωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πέραν του οποίου δεν θα επιτρέπεται η παροχή επιδότησης και οι καταναλωτές θα επιβαρύνονται με τις εκάστοτε επικρατούσες τιμές στην αγορά.
Αξιωματούχος του Eurogroup αναγνωρίζει ότι αυτή η επιλογή «δεν θα ήταν η βέλτιστη, αλλά δεν αναζητούμε το βέλτιστο, αναζητούμε αυτό που μπορεί να είναι πολιτικά και οικονομικά βιώσιμο». Όπως σημειώνει η ίδια πηγή, «εάν υπάρξει επαρκές κοινό έδαφος, θα αναμένουμε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες και ένα σύνολο αρχών που οι κυβερνήσεις της ΕΕ θα μπορούσαν να εφαρμόσουν στις εθνικές πολιτικές».
Αυτές οι κοινές αρχές θα επιτρέψουν στην ΕΕ να διατηρήσει τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των οικονομιών της και θα βοηθήσουν επίσης τους υπουργούς να προγραμματίσουν τις δαπάνες του προϋπολογισμού το 2023. Τον περασμένο μήνα, όλες οι χώρες της ευρωζώνης υπέβαλαν τα σχέδια προϋπολογισμών τους για το επόμενο έτος στην Επιτροπή για έλεγχο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι συμμορφώνονται με τους κανόνες της ΕΕ και βρίσκονται σε κοινή κατεύθυνση δημοσιονομικής πολιτικής που πρόκειται να μετατοπιστεί από «υποστηρικτική» φέτος σε «ουδέτερη» το 2023.
Ωστόσο, τα σχέδια προϋπολογισμών περιέχουν μόνο δαπάνες οι οποίες έχουν ήδη νομοθετηθεί, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες που ενδέχεται να προκύψουν αργότερα εντός του 2023, όταν ορισμένα από τα υφιστάμενα καθεστώτα στήριξης της ενέργειας ενδέχεται να χρειαστεί να παραταθούν.
Για την Ελλάδα, η επιβολή πλαφόν στις ποσότητες ρεύματος που μπορούν να επιδοτηθούν θα σήμαινε πλήρη ανατροπή του μοντέλου που εφαρμόζεται και το οποίο προβλέπει γενική επιδότηση επί της λιανικής τιμής, χωρίς όρια στην κατανάλωση. Αυτό το μοντέλο, που έχει υψηλό δημοσιονομικό κόστος, παρότι μεγάλο μέρος του κόστους καλύπτεται μέσω της ανάκτησης υπερκερδών των παρόχων, έχει επιτρέψει στα ελληνικά νοικοκυριά να πληρώνουν τελικό κόστος κιλοβατώρας που βρίσκονται πολύ κοντά στο επίπεδο, στο οποίο βρισκόταν πριν αρχίσει η μεγάλη άνοδος των τιμών. Αν ανατραπεί, η πλειονότητα των καταναλωτών θα δουν μεγάλες αυξήσεις στις μηνιαίες επιβαρύνσεις.
ΔΝΤ: Υπερβολικές οι επιδοτήσεις στην Ευρώπη
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρέθηκαν στο στόχαστρο της κριτικής του ΔΝΤ πρόσφατα, στη φθινοπωρινή σύνοδο του Ταμείου, το οποίο ζήτησε να «ψαλιδίσουν» τις επιδοτήσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις για το υπέρογκο κόστος της ενέργειας. Το Ταμείο τόνισε ότι οι επιδοτήσεις έχουν ξεπεράσει κατά πολύ το όριο που θεωρεί συνετό και, απευθυνόμενο ειδικά προς την ελληνική κυβέρνηση, σημείωσε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να είναι στοχευμένες και προσωρινές οι επιδοτήσεις, δεδομένης της ανάγκης να μειωθεί το δημόσιο χρέος.
Για να υπολογίσει πόσο έχουν ξεφύγει εκτός ορίων οι επιδοτήσεις στην Ευρώπη, το Ταμείο σημείωσε ότι για να στηριχθεί επαρκώς το 40% των εισοδηματικά ασθενέστερων θα χρειάζονταν το 2022 μέτρα με κόστος περίπου 1% του ΑΕΠ. Όμως, τα μέτρα που έχουν ληφθεί έχουν κόστος 1,8% του ΑΕΠ.
Ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου, Άλφρεντ Κάμερ υπογράμμισε ότι τα πακέτα μέτρων στήριξης πρέπει να πληρούν ορισμένες αρχές. «Πρώτον, προτείνουμε να είναι στοχευμένα και να καλύπτουν το κόστος ζωής των ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας. Και αυτό είναι σημαντικό προκειμένου να περιοριστεί το δημοσιονομικό κόστος, διότι ορισμένες χώρες έχουν πιο περιορισμένο χώρο από άλλες. Αλλά είναι επίσης σημαντική και η ευθυγράμμιση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων με τη νομισματική πολιτική. Γενικά, η συμβουλή μας είναι ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν πρέπει να είναι επεκτατική. Και αν οι χώρες εγκρίνουν δημοσιονομικά πακέτα και τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι περιορισμένα, θα πρέπει να υπάρξουν αντισταθμιστικά μέτρα».
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, είχε τονίσει ότι «η λήψη μέτρων ευρείας βάσης για τις τιμές, η επιβολή ανώτατων ορίων, ή η μείωση των φόρων δεν είναι ο σωστός τρόπος. Αντ' αυτού, υποστηρίζουμε στοχευμένες, εφάπαξ αν είναι δυνατόν, μεταβιβάσεις ποσών, που θα κατανεμηθούν με εισοδηματικά κριτήρια προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αυξημένο κόστος ζωής. Θα πρέπει να είναι προσωρινές και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις χώρες που έχουν περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια ή που πρέπει να μειώσουν το χρέος με την πάροδο του χρόνου».